Σελίδες

4.11.15

Είκοσι χρόνια χωρίς τον Ραμπίν


* Δημοσιεύθηκε στην Huffington Post Greece στις 4.11.2015 

Με τη συμπλήρωση είκοσι χρόνων από τη δολοφονία του Ισραηλινού Πρωθυπουργού Γιτζάκ Ραμπίν, είναι πολύ δύσκολο κανείς να αποφύγει έναν απολογισμό.

Η μοιραία εκείνη λαϊκή συγκέντρωση συμπαράστασης στο κέντρο του Τελ Αβίβ υπέρ του Ραμπίν και της ειρηνευτικής διαδικασίας των συμφωνιών του Όσλο, σημάδεψε τη σύντομη ισραηλινή Ιστορία με το τραγικό της τέλος. Οι σφαίρες από το πιστόλι ενός νεαρού εβραίου, οπαδού της εθνικιστικής θρησκευτικής Δεξιάς, που σκότωσαν τον κεντροαριστερό Πρωθυπουργό, συνοψίζουν λακωνικά τον αέναο εσωτερικό πολιτικό ανταγωνισμό της ισραηλινής πολιτικής πραγματικότητας.




Από τη μια, οι υποστηρικτές της λύσης ‘Δύο Έθνη-Δύο Κράτη’. Από την άλλη, οι οπαδοί του ιδεώδους της ‘Ενιαίας Γης του Ισραήλ’. Μία διαμάχη-κληροδότημα του Πολέμου των Έξι Ημερών το 1967, όταν η Δυτική Όχθη του Ιορδάνη, η Λωρίδα της Γάζας, τα Υψώματα του Γκολάν και η Χερσόνησος του Σινά πενταπλασίασαν την ισραηλινή επικράτεια και εκ των πραγμάτων τέθηκε το ερώτημα ποια θα έπρεπε να είναι η καλύτερη διαχείριση των νέων εδαφών. Οι βασικές τάσεις που διαμορφώθηκαν ήταν δύο: Είτε η πλήρης προσάρτηση των κατεχομένων εδαφών – κάτι το οποίο έγινε με τα Υψώματα του Γκολάν στις αρχές της δεκαετίας του ’80-, είτε η πλήρης ή η εν μέρει επιστροφή τους - με αντάλλαγμα την ειρήνευση με τις γειτονικές αραβικές χώρες.

Το Σινά επεστράφη στην Αίγυπτο, με αντάλλαγμα τη σύσταση πλήρων διμερών διπλωματικών σχέσεων μεταξύ Ιερουσαλήμ και Καΐρου. Η Λωρίδα της Γάζας και η Δυτική Όχθη όμως, παρέμεναν μία ανοικτή πληγή όχι μόνο για τους Παλαιστινίους κατοίκους τους, αλλά και για την ίδια την ισραηλινή κοινωνία. Μία κοινωνία καθ’ όλα δυτική στα πρότυπά της, την καθημερινότητα της οποίας όμως καθόριζε καταλυτικά η ατυχής της γεωγραφία.

Παραμονές της δολοφονίας του Ραμπίν, την ισραηλινή επικαιρότητα απασχολούσαν η τύχη των εδαφών της Δυτικής Όχθης και της κυριαρχίας επί της Λωρίδας της Γάζας, το ζήτημα της αυτοδιάθεσης ή της ανεξαρτησίας των Παλαιστινίων, η διατήρηση ή μη των εβραϊκών οικισμών και ο ρόλος του ισραηλινού στρατού στις νεοσύστατες τότε περιοχές Α, Β και C – ζωγραφισμένες με ποικίλα χρώματα στους χάρτες που συνόδευαν τις συμφωνίες μίας ειρήνης μακρινής και αβέβαιης.

Παραμονές της δολοφονίας του Ραμπίν, η ισραηλινή κοινή γνώμη ταλανιζόταν από έναν νέο κύκλο αίματος, που είχε αρχίσει πριν καλά-καλά στεγνώσει το μελάνι των συμφωνιών του Όσλο. Ήταν όταν το 1994 και 1995 ακραίοι κύκλοι αμφοτέρων των πλευρών έκριναν πως οι πολιτικοί ηγέτες φαίνονταν πρόθυμοι να ξεγράψουν με μια μονοκονδυλιά χαμένες πατρίδες –παλιές ή λιγότερο παλιές-.

Τα ανοικτά θέματα που δίχαζαν την κοινή γνώμη του Ισραήλ, δεν διαφέρουν πολύ από τα σημερινά. Ούτε έπαψαν να την διχάζουν εξίσου. Η μετά-Όσλο εποχή που διανύουμε από το 1995 έως και σήμερα, ουσιαστικά δεν επέλυσε κανένα από τα ζητήματα που και τότε εκκρεμούσαν: Τα δυσδιάκριτα πλέον όρια των περιοχών Α, Β και C φαίνεται να περιπλέκουν παρά να απεμπλέκουν τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές. Η φοβική τάση έναντι μίας ειρηνευτικής διαδικασίας εκ μέρους της συντριπτικής μερίδας της ισραηλινής κοινής γνώμης από τη μία, συμπληρώνεται από τις ακραίες φωνές του ισλαμισμού αλλά και της αργής αλλά σταθερής πολιτικής αποδυνάμωσης της θέσης του Προέδρου της Παλαιστινιακής Αρχής, Μαχμούντ Αμπάς. Οι παλαιστινιακές επιθέσεις αυτοκτονίας πάνε χέρι-χέρι με την επιβολή ολοένα και αυστηρότερων μέτρων ισραηλινής στρατιωτικής καταστολής. Και ο απολογισμός των είκοσι χρόνων απουσίας ενός ηγέτη τολμηρού, με αποδεδειγμένη θέληση να διαπεράσει διαχωριστικές γραμμές με σκοπό την ειρηνική συνύπαρξη Ισραηλινών και Παλαιστινίων, καταλήγει μάλλον στο ίδιο κοινότυπο συμπέρασμα: Το πιο πιθανό σενάριο για την έκβαση της αραβοϊσραηλινής διένεξης είναι πάντοτε το όσο δυνατόν περισσότερο απαισιόδοξο.



24.8.15

Το τέλος της απομόνωσης του Ιράν. Η αλλαγή ρόλου ενός σημαντικού περιφερειακού παίκτη

Δημοσεύθηκε από την ελληνική ιστοσελίδα του περιοδικού Foreign Affairs
στις 24.08.2015


ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η προσέγγιση μεταξύ του Ιράν και της Δύσης με αφορμή την από κοινού αντιμετώπιση της εξάπλωσης του Ισλαμικού Κράτους στη Μέση Ανατολή, επισφραγίσθηκε με την υπογραφή της συμφωνίας για τους διεθνείς μηχανισμούς ελέγχου επί του αμφιλεγόμενου πυρηνικού προγράμματος της Τεχεράνης. Αρχιτέκτονας της νέας, δυτικότροπης, προοπτικής του Ιράν είναι η διακυβέρνηση Ομπάμα – στις επιλογές της οποίας καλούνται να εναρμονισθούν όχι μόνο οι μέχρι πρότινος σταθερές γραμμές της Ισλαμικής Επανάστασης, αλλά και οι παραδοσιακοί σύμμαχοι τόσο του Ιράν όσο και των ΗΠΑ στην κινούμενη άμμο της Μέσης Ανατολής.


Η υπογραφή συμφωνίας για τους μηχανισμούς ελέγχου του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν αποτέλεσε γεγονός-σταθμό για την εξωτερική του πολιτική και τη θέση του στη Μέση Ανατολή. Καταλυτικό ρόλο για την βαθμιαία επαναπροσέγγιση μεταξύ Ιράν και Δύσης έπαιξε η εξάπλωση του Ισλαμικού Κράτους στο Ιράκ και στη Συρία, κινητοποιώντας την ιρανική στρατιωτική μηχανή προκειμένου να ανακόψει τετελεσμένα που θα απειλούσαν τη σταθερότητα στη μεθόριο με το Ιράκ αφ’ ενός. Η Τεχεράνη, συνεπής στη συμμαχία της με το καθεστώς Άσαντ, έσπευσε να αποκηρύξει τις ένοπλες επιχειρήσεις των Τζιχαντιστών και ενίσχυσε έμπρακτα τον τακτικό συριακό στρατό με κατάλληλη υλικοτεχνική υποδομή, ανακόπτοντας αποτελεσματικά την τζιχαντιστική προέλαση προς τις δυτικές συριακές επαρχίες. Παράλληλα, ιρανικές στρατιωτικές δυνάμεις συντάχθηκαν με τις δυνάμεις της εξασθενημένης κεντρικής κυβέρνησης του Ιράκ, καταφέρνοντας να ελέγξει κωμοπόλεις που είχαν περιέλθει στους Τζιχαντιστές. Επιπροσθέτως όμως, οι ως άνω στρατηγικές επιλογές ήταν πλήρως εναρμονισμένες με τα συμφέροντα της Δύσης, η οποία δεν επιθυμεί το Ισλαμικό Κράτος να δρα ανεξέλεγκτα, αναιρώντας την έννοια των μεσανατολικών συνόρων και των υφιστάμενων πλουτοπαραγωγικών ισορροπιών.

Αναλαμβάνοντας αυτές τις δραστικές στρατιωτικές πρωτοβουλίες, ήδη από το φθινόπωρο του 2014 η Τεχεράνη άφηνε να διαφανεί με σαφήνεια η πρόθεσή της να ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο στις σχέσεις της με τη Δύση και να βγει από την διπλωματική της απομόνωση. Η δυτική θετική ανταπόκριση δεν άργησε να εκδηλωθεί, προσδίδοντας θετική δυναμική στις μέχρι τότε άκαρπες διαπραγματεύσεις για το μέλλον του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος.

Από ιρανικής πλευράς γινόταν φανερό πως οι αντιδυτικές εμμονές του παρελθόντος επαναξιολογούνταν. Ενδεικτική της νέας αυτής θεώρησης ήταν η εντυπωσιακή σιωπηρή συγκατάβασης της Τεχεράνης ως προς τη σύσταση μόνιμης στρατιωτικής βάσης της Βρετανίας στο γειτονικό Μπαχρέιν, τον Δεκέμβριο του 2014. Τα ιρανικά ΜΜΕ δεν έθιξαν καθόλου το γεγονός ότι αυτή η εξέλιξη ενισχύει το Μπαχρέιν, τη σουνιτική ηγεσία του οποίου το Ιράν ανέκαθεν κατηγορούσε ότι παραβιάζει συστηματικά τα ανθρώπινα δικαιώματα της σιιτικής/περσόφωνης πλειοψηφίας της χώρας και ότι αποτελεί ένα από τα ‘απομεινάρια της βρετανικής αποικιοκρατίας στον Περσικό Κόλπο’.  


Μπροστά στον αποσταθεροποιητικό παράγοντα του Ισλαμικού Κράτους, το σιιτικό Ιράν και η Δύση βρήκαν για πρώτη φορά κοινό πεδίο συνεργασίας. Τεχεράνη και Ουάσινγκτον φρόντισαν να αδράξουν αυτήν την ευκαιρία, ώστε να λάβουν τέλος οι αντιπαραθέσεις περί του αμφιλεγόμενου πυρηνικού της προγράμματος. Ύστερα από ψυχρότητα δεκαετιών, οι διαπραγματεύσεις που διεξάγονταν στη Βιέννη μεταξύ του Ιράν και των υπόλοιπων πυρηνικών δυνάμεων καθ’ όλη τη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου του 2015, έδειχναν πως μία συμφωνία ήταν πια εφικτή. Ωστόσο, το Ιράν ήταν εξίσου σαφές ότι δεν ήταν διατεθειμένο να αναιρέσει τα κεκτημένα του σε περιφερειακό επίπεδο – κεκτημένα που απέκτησε με μεγάλο πολιτικό και οικονομικό κόστος καθ’ όλη τη διάρκεια της διπλωματικής του απομόνωσης από το 1979 έως σήμερα.

3.8.15

Ο Ναρέντρα Μόντι και το Μπανγκλαντές. Η ιστορική και η σύγχρονη περιφερειακή πολιτική της Ινδίας

Δημοσιεύθηκε από την ελληνική ιστοσελίδα του περιοδικού Foreign Affairs
στις 03.08.2015

ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Μία μοιραία παρτίδα σκάκι μεταξύ των Μαχαραγιάδων των πόλεων Κουτς-Μπεχάρ και Ρανγκπούρ το 1711 δημιούργησε ένα από τα πιο δυσεπίλυτα ζητήματα εδαφικής κρατικής κυριαρχίας σε παγκόσμιο επίπεδο. Ένα πρόβλημα διάρκειας τριών ολόκληρων αιώνων, που βρήκε την οριστική του λύση το καλοκαίρι του 2015.  
Η διμερής συμφωνία που υπεγράφη στις 7 Μαΐου 2015 μεταξύ της Ινδίας και του Μπανγκλαντές σήμανε το πλήρωμα του χρόνου, τη στιγμή μάλιστα που ο Ινδός Πρωθυπουργός Ναρέντρα Μόντι ενισχύει ολοένα και περισσότερο τη θέση της χώρας του στην ευρύτερη περιοχή της Ινδικής Χερσονήσου.


Η 31η Ιουλίου 2015 θα παραμείνει στην Ιστορία της Ινδίας και του Μπανγκλαντές, ως η ημέρα επίλυσης μίας από τις πιο περίπλοκες και μακροχρόνιες διασυνοριακές διαφορές όχι μόνο σε περιφερειακό αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο.
Ύστερα από εντατικές διαπραγματεύσεις που διήρκησαν λίγους μόνο μήνες, η Ινδία και το Μπανγκλαντές υπέγραψαν στις 7 Μαΐου 2015 διμερή συμφωνία, με την οποία καθόρισαν τα κοινά τους χερσαία σύνορα στη μεθόριο του βορειοδυτικού Μπανγκλαντές, δίνοντας οριστικό τέλος σε μία εκκρεμότητα που από το έτος 1711 δεν έβρισκε λύση.
  
Έτσι, από τα μεσάνυχτα της 31.7.2015, η Ινδία ενσωμάτωσε στο έδαφός της 51 διάσπαρτους μικροσκοπικούς θύλακες που τελούσαν υπό την κυριαρχία του Μπανγκλαντές, αλλά βρίσκονταν εντός της ινδικής επικράτειας, συνολικής εκτάσεως 280 στρεμμάτων. Αντίστοιχα, την ίδια ακριβώς στιγμή 111 ινδικοί θύλακες εντός του μπανγκλαντεσιανού εδάφους, συνολικής εκτάσεως 700 στρεμμάτων, περιήλθαν υπό την πλήρη εδαφική κυριαρχία του Μπανγκλαντές.


Ένα ‘Αρχιπέλαγος’ από 161 θύλακες

Όσο απίστευτο και αν ακούγεται, ο σχηματισμός αυτών των 160 θυλάκων ήταν το αποτέλεσμα ενός στοιχήματος σε μία παρτίδα σκάκι μεταξύ του Μαχαραγιά της πόλης Κουτς-Μπεχάρ  και του Μαχαραγιά της πόλης Ρανγκπούρ, στην ευρύτερη περιοχή της Δυτικής Βεγγάλης. Με το πέρας της παρτίδας, η εφαρμογή επί χάρτου του στοιχήματος –που δεν ήταν άλλο παρά η παράδοση εδαφών από τον έναν τοπικό ηγέτη προς τον άλλον!-  προκάλεσε ένοπλες συγκρούσεις. Το 1711 υπεγράφη σχετική συνθήκη κατάπαυσης του πυρός, η οποία όμως δεν όρισε επακριβώς ποιο θα ήταν το καθεστώς κυριαρχίας επί των διαφιλονικούμενων θυλάκων. Η εδαφική διαφορά παρέμενε άλυτη επί δεκαετίες, με αποτέλεσμα, ακόμα και οι Βρετανοί, μη θέλοντας να θίξουν τα κακώς κείμενα, απέφυγαν να την επιλύσουν. Άλλωστε τότε, δεν υφίστατο καν ζήτημα διακριτής κρατικής κυριαρχίας επί των συγκεκριμένων περιοχών, μιας και όλη η Δυτική Βεγγάλη αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα της αχανούς βρετανικής αποικίας της Ινδίας.

Φυλάκιο ελέγχου μεταξύ ινδικού και μπανγκλαντεσιανού θύλακα

Ωστόσο, με την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του Μπανγκλαντές το 1971, το ζήτημα της κρατικής κυριαρχίας επί των 160 θυλάκων επικαιροποιήθηκε. Η πόλη Ρανγκπούρ περιήλθε στον έλεγχο της κυβέρνησης της Ντάκα, ενώ η πόλη Κουτς-Μπεχάρ παρέμεινε υπό ινδική κυριαρχία ως πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας της Ινδικής Ομόσπονδης Πολιτείας της Δυτικής Βεγγάλης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η –κυριολεκτικά- προαιώνια εδαφική εκκρεμότητα των θυλάκων των πάλαι ποτε Μαχαραγιάδων της Κουτς-Μπεχάρ και της Ρανγκπούρ να κληροδοτηθεί στις κυβερνήσεις του Νέου Δελχί και της Ντάκα, αντίστοιχα.

Το 1974 έγινε το πρώτο βήμα διευθέτησης της κατάστασης, με την Ίντιρα Γκάντι και τον Πρόεδρο του Μπανγκλαντές Σεΐχη Μουτζιπούρ Ραχμάν να καθορίζουν με διακρατική συμφωνία τους όρους ασφαλούς διόδου που θα συνέδεε το Μπανγκλαντές με τους θύλακές του που βρίσκονταν εντός της Ινδίας, και αντιστρόφως. Ωστόσο, η συμφωνία εκείνη, αν και επικυρώθηκε αμέσως από το κοινοβούλιο του Μπανγκλαντές, στην Ινδία δεν συνέβη το ίδιο εξ αιτίας έντονων αντιδράσεων της εθνικιστικής αντιπολίτευσης. Η ατολμία της Ίντιρα Γκάντι -που δεν ήταν διατεθειμένη ενδεχομένως να απολογηθεί ως προς το πόσο πατριωτική θα ήταν μια εδαφική διευθέτηση με αντισυμβαλλομένους ‘τους αποσχιστές της Ντάκα’- άφησε να παγιωθεί ένα ιδιότυπα συμπεφωνημένο «κενό κρατικής εξουσίας» στη μεθόριο μεταξύ της Ινδικής Ομόσπονδης Πολιτείας της Δυτικής Βεγγάλης με τις βορειοδυτικές επαρχίες του Μπανγκλαντές.

8.5.15

Η αραβική ψήφος στο Ισραήλ: Από τα «κόμματα-δορυφόρους» της δεκαετίας του ’50 στον Ενιαίο Αραβικό Συνδυασμό του 2015

Δημοσιεύθηκε από το Κυπριακό Κέντρο Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων
Πανεπιστήμιο Λευκωσίας

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η έκπληξη των πρόσφατων βουλευτικών εκλογών στο Ισραήλ, της 17ης  Μαρτίου 2015 ήταν η θεαματική διάψευση όλων ανεξαιρέτως των δημοσκοπήσεων, που έφεραν το κεντροδεξιό κόμμα Λικούντ και τον Benjamin Netanyahu να χάνουν την εξουσία.

Ωστόσο, οι ίδιες ακριβώς δημοσκοπήσεις επιβεβαιώθηκαν με ακρίβεια κατανομής βουλευτικών εδρών  ως προς την εκλογική δύναμη του πρώτου στην κοινοβουλευτική Ιστορίας της χώρας ενιαίου αραβικού κομματικού σχηματισμού. Ο «Ενιαίος Αραβικός Συνδυασμός» αναδείχθηκε τρίτη δύναμη στο ισραηλινό κοινοβούλιο, καταλαμβάνοντας 13 από τις συνολικά 120 έδρες της Κνέσετ και 10,61% των εγκύρων ψηφοδελτίων.[1]

Ο Ενιαίος Αραβικός Συνδυασμός συσπείρωσε πέντε κόμματα, τα οποία, παρά τις διαφορετικές πολιτικές και ιδεολογικές τους καταβολές και κατευθύνσεις, τόνισαν την μοναδική αλλά πολύ βασική κοινή τους συνισταμένη: το εθνοτικό τους υπόβαθρο.

Στο παρόν κείμενο εξετάζονται οι ιδεολογικές καταβολές και η κοινοβουλευτική διαδρομή των κομμάτων Hadash, Balad, Raam, Taal και Mada , τα οποία, παραμονές των βουλευτικών εκλογών της 17ης Μαρτίου 2015,  σχημάτισαν τον «Ενιαίο Αραβικό Συνδυασμό».

Εκτίθενται επίσης οι προκλήσεις που καλούνται να αντιμετωπισθούν από τον νεοσυσταθέντα αραβικό κομματικό φορέα, στα πλαίσια του ισραηλινού πολιτικού συστήματος.

Ο ηγέτης του Ενιαίου Αραβικού Κόμματος, Άιμαν Ούντε


Η πρώιμη αραβική παρουσία στο ισραηλινό κοινοβούλιο
(1949 – 1977)
Οι πρώτες κοινοβουλευτικές εκλογές στο Ισραήλ πραγματοποιήθηκαν στις 25 Ιανουαρίου 1949, όταν η πρώτη («Προσωρινή») Κυβέρνηση υπό την πρωθυπουργία του Δαυίδ Μπεν-Γκουριόν ήθελε να στείλει σαφή μηνύματα στη Δύση και κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες και στη Βρετανία, ότι το νεοσυσταθέν εβραϊκό κράτος προσανατολιζόταν στα δυτικά κοινοβουλευτικά πρότυπα. Η απόφαση αυτή ελήφθη για να τονισθεί η αρχή του τέλους μίας σύντομης περιόδου προσέγγισης του Ισραήλ με τη Σοβιετική Ένωση και τις ανατολικοευρωπαϊκές Λαϊκές Δημοκρατίες, οι οποίες κατά τη διάρκεια του Α’ Αραβοϊσραηλινού Πολέμου (1947-1949) είχαν παράσχει στρατιωτική και διπλωματική στήριξη. 

Η ισραηλινή εκλογική νομοθεσία ήταν ιδιαίτερα προσεκτική ως προς τα πολιτικά δικαιώματα των αράβων πολιτών του νεοσύστατου κράτους. Τη στιγμή κατά την οποία η  ηγεσία του Δαυίδ Μπεν-Γκουριόν  επιθυμούσε να αποδείξει στη Δύση ότι σέβεται τις αρχές της δημοκρατίας και της ισονομίας ως προς όλους ανεξαιρέτως τους πολίτες του εβραϊκού κράτους, ο συμπαγής αραβικός πληθυσμός εντός της επικράτειάς του δεν ήταν δυνατόν να αγνοηθεί. Άλλωστε οι διεθνείς επικρίσεις ήταν ισχυρές, με το ζήτημα των παλαιστινίων προσφύγων να απασχολεί έντονα τη Διεθνή Κοινότητα.
Από την άλλη πλευρά, το ιδεολογικό υπόβαθρο της συντριπτικής πλειοψηφίας των εβραϊκών πολιτικών κομμάτων ήταν άρρηκτα συνδεδεμένο με το σιωνιστικό κίνημα. Με έντονο τον απόηχο του Α’ Αραβοϊσραηλινού Πολέμου («Πόλεμος της Ανεξαρτησίας» κατά την ισραηλινή ιστοριογραφία), ο πολιτικός λόγος των εβραϊκών κομμάτων δεν άφηνε περιθώρια για ανοίγματα προς τους ψηφοφόρους με αραβική καταγωγή. Υπ’ αυτό το κλίμα, δεν ήταν ανεξήγητο ότι τόσο το κυρίαρχο κεντροαριστερό κόμμα Mapai[2] του Δαυίδ Μπεν-Γκουριόν, όσο και το δεύτερο μεγαλύτερο κόμμα της αριστερής αντιπολίτευσης Mapam,[3] δεν περιλάμβαναν στα μητρώα των μελών τους πολίτες αραβικής καταγωγής. Από την άλλη,  ήταν ξεκάθαρη η πολιτική βούληση να μην απομονωθεί το αραβικό στοιχείο από τις δημοκρατικές διαδικασίες, πλην όμως ήταν εξίσου ξεκάθαρο ότι το σιωνιστικό κίνημα δεν είχε τη δυνατότητα να αγγίξει τους άραβες πολίτες της χώρας. Οι πολεμικές συγκρούσεις μεταξύ του ισραηλινού στρατού και των γειτονικών αραβικών κρατών ήταν πολύ πρόσφατες, ως επίσης και η προσφυγοποίηση χιλιάδων αράβων κατοίκων. Αυτά τα δεδομένα προβλημάτιζαν τα κομματικά επιτελεία των εβραϊκών κομμάτων ως προς την ανεύρεση του καταλληλότερου τρόπου προσέγγισης του αραβικού στοιχείου της χώρας με σκοπό τη συμμετοχή τους στο ισραηλινό πολιτικό σύστημα, το οποίο τότε πραγματοποιούσε τα πρώτα του βήματα.

Τα αραβικά ‘κόμματα - δορυφόροι’ (1949 – 1981)
Επίκεντρο της αραβικής ψήφου ήταν η περιφέρεια της Δυτικής Γαλιλαίας, στο Βόρειο Ισραήλ, και ειδικότερα η Ναζαρέτ, το μεγαλύτερο αμιγώς αραβικό αστικό κέντρο που βρισκόταν υπό ισραηλινή κρατική κυριαρχία. Επόμενο ήταν οι πολιτικές ζυμώσεις στον ευρύτερο αραβικό πληθυσμό να συνδέονται άρρηκτα με τους κοινωνικούς συσχετισμούς της τοπικής κοινωνίας της πόλης κατά τη δεδομένη συγκυρία.
Η ισραηλινή πολιτική ηγεσία της εποχής εκείνης επέλυσε το ζήτημα της αραβικής συμμετοχής στις πρώτες ισραηλινές κοινοβουλευτικές εκλογές της 25.1.1949 με τη σύσταση αυτοδύναμων αραβικών ‘κομμάτων-δορυφόρων’. Επρόκειτο περί αραβικών κομματικών σχηματισμών που θα κατέρχονταν αυτόνομα στις εκλογές και εφόσον θα εξέλεγαν βουλευτή, θα στήριζαν το εβραϊκό κόμμα εξουσίας με το οποίο θα συνδέονταν. Έτσι το κυβερνών κεντροαριστερό κόμμα Mapai του Δαυίδ Μπεν-Γκουριόν συνέστησε και στήριξε το πρώτο αραβικό κόμμα-δορυφόρο στην κοινοβουλευτική Ιστορία της χώρας, τον «Δημοκρατικό Συνδυασμό της Ναζαρέτ».[4] Το αριστερό κόμμα Mapam της αντιπολίτευσης ακολούθησε το παράδειγμα του Mapai και στις ίδιες εκλογές σύστησε και στήριξε το δικό του αραβικό ‘κόμμα-δορυφόρο’, τον «Λαϊκό Αραβικό Σύνδεσμο».[5]

8.2.15

Το Ισραήλ στις κάλπες : Οι βουλευτικές εκλογές της 17ης Μαρτίου 2015 και τα κύρια ζητήματα που τίθενται ενώπιον του εκλογικού σώματος της χώρας


Δημοσιεύθηκε από το Κυπριακό Κέντρο Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων




Το συμπέρασμα ότι ‘κάθε εκλογική αναμέτρηση στο Ισραήλ είναι κρίσιμη’ δεν αποτελεί ούτε υπερβολή ούτε σχήμα λόγου. Τα συνεχώς αναφυόμενα προβλήματα ασφάλειας, η στασιμότητα της ειρηνευτικής διαδικασίας για την επίλυση του Παλαιστινιακού ζητήματος, το συγκρουσιακό κλίμα που επικρατεί όχι μόνο στα σύνορα της χώρας αλλά και στο εσωτερικό της ισραηλινής κοινωνίας μεταξύ του εβραϊκού και του αραβικού στοιχείου, σε συνδυασμό με την εξαιρετικά ασταθή περιφερειακή πραγματικότητα – καθιστούν κάθε εκλογική αναμέτρηση στο Ισραήλ ‘μοιραία’,  όχι μόνο για την ίδια τη χώρα, αλλά και για την ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής. Οι επερχόμενες ισραηλινές βουλευτικές εκλογές της 17ης Μαρτίου 2015, δεν αποτελούν εξαίρεση στον κανόνα.


Η αύξηση του εκλογικού πλαφόν και το ενιαίο αραβικό κόμμα

Από τις αρχές Δεκεμβρίου 2014 έως και σήμερα, η χώρα βρίσκεται σε μία παρατεταμένη προεκλογική περίοδο, κατά την οποία έχουν σημειωθεί πολλαπλές μεταβολές στο έως τώρα υφιστάμενο κομματικό τοπίο. Καταλυτικός παράγοντας είναι η μεταβολή του εκλογικού μέτρου, που προώθησε ο κυβερνητικός συνασπισμός κατά την προηγούμενη κοινοβουλευτική περίοδο. Σε μια χώρα που επί σειρά δεκαετιών ισχύει το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής με ενιαία περιφέρεια και με κομματικές λίστες που καθορίζονταν ως επί το πλείστον με εσωκομματικές εκλογές, και με αυτονόητη στη συνείδηση του εκλογικού σώματος την πολυκομματική σύνθεση του κοινοβουλίου, η πρόσφατη δραστική αύξηση του εκλογικού πλαφόν για την είσοδο των κομμάτων στο κοινοβούλιο στο 3.25% καθορίζει αποφασιστικά την πορεία του ισραηλινού πολιτικού συστήματος εν γένει - ένα σύστημα που εν πολλοίς βασιζόταν στην κοινοβουλευτική κομματική πολυφωνία. 

Είναι χαρακτηριστικό ότι από το 1949 έως και το 1991 το εκλογικό πλαφόν ανερχόταν μόλις στο 1%. Από το 1992 έως το 2003 ανήλθε στο 1,5%, και από το 2004 έως και τις προηγούμενες εκλογές του Ιανουαρίου του 2013 οριζόταν στο 2% - ποσοστά που σε σύγκριση με άλλες χώρες της Δύσης είναι εξαιρετικά χαμηλά. Πρακτικά, η υιοθέτηση του νέου εκλογικού πλαφόν της τάξεως 3,25% σημαίνει ότι κανένα πολιτικό κόμμα δεν μπορεί να έχει κοινοβουλευτική εκπροσώπηση στην 120μελή Κνέσετ εάν δεν έχει εξασφαλίσει προηγουμένως 4 έδρες (που αντιστοιχούν σε περίπου 200.000 ψήφους). Εάν σκεφτεί κανείς ότι, σύμφωνα με τα έως τώρα δεδομένα, ένα κόμμα 5 εδρών θεωρείτο ‘μεσαίας δυναμικότητας’, τη στιγμή που τα κόμματα εξουσίας κυμαίνοντας μεταξύ των 20 και 30 εδρών, γίνεται αντιληπτός ο λόγος που οδήγησαν πολλά κόμματα και πολιτικές προσωπικότητες της χώρας να αναθεωρήσουν τη θέση τους και να προχωρήσουν σε δραστικές επιλογές κομματικής συμπόρευσης.


Με βάση το νέο εκλογικό πλαφόν αλλά και τις αλλεπάλληλες δημοσκοπήσεις που γεμίζουν τον τηλεοπτικό χρόνο κατά το τελευταίο δίμηνο, προκύπτει το συμπέρασμα ότι το Ισραήλ, αργά αλλά σταθερά, αρχίζει να εμπεδώνει την έννοια του διπολικού/δικομματικού συστήματος, που ισχύει στις περισσότερες δυτικές κοινοβουλευτικές δημοκρατίες : Οι πολιτικές γραμμές καθίστανται περισσότερο διακριτές μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς, με κύριους πόλους αφ’ ενός το κεντροδεξιό νεοφιλελεύθερο Λικούντ υπό τον Μπινιαμίν Νετανιάχου, και αφ’ ετέρου την νεοσυσταθείσα «Σιωνιστική Παράταξη» υπό τον Ιτσχάκ Χέρτσογκ και τη Τσίπι Λίβνι, που ηγούνται του Κόμματος των Εργατικών και του κόμματος ‘Τνουά’ αντίστοιχα.

Η αύξηση του εκλογικού πλαφόν στόχευε αφ’ ενός στη μείωση της επιρροής των μικρών κομμάτων στις εξαιρετικά βραχύβιες κυβερνήσεις συνασπισμού, αφ’ ετέρου θα έδινε τη δυνατότητα να σχηματίζονται ισχυρές κυβερνήσεις με λιγότερους κομματικούς εταίρους. Ωστόσο αυτή η αλλαγή ερμηνεύθηκε ευρέως ως προσπάθεια παρεμπόδισης των μικρών αραβικών κομμάτων να εκπροσωπούνται στο κοινοβούλιο. Το βασικό αντεπιχείρημα που είχε προβληθεί από την εξωκυβερνητική αντιπολίτευση βασιζόταν στο εξής δεδομένο : Κανένα αραβικό πολιτικό κόμμα δεν συμμετείχε –ούτε είχε την πρόθεση να συμμετέχει- σε ισραηλινή κυβέρνηση συνασπισμού. Ως εκ τούτου, καμία ισραηλινή κυβέρνηση δεν διαλύθηκε πρόωρα επειδή κάποιο από τα αραβικά κόμματα ήρε την εμπιστοσύνη του προς αυτήν. Αντιθέτως μάλιστα, ανατρέχοντας στο πρόσφατο παρελθόν διαπιστώνεται εύκολα ότι η εκάστοτε πρόωρη προσφυγή στις κάλπες οφειλόταν ως επί το πλείστον στα μεγάλα κόμματα εξουσίας και όχι στα μικρά. 

Ανεξαρτήτως από την ορθότητα ή μη των επιχειρημάτων και των αντεπιχειρημάτων, η πρώτη εφαρμογή του αυξημένου εκλογικού πλαφόν αναμένεται στις εκλογές της 17ης Μαρτίου. Το βασικότερο δεδομένο που θα προκύψει για πρώτη φορά στη σύντομη ισραηλινή κοινοβουλευτική Ιστορία είναι, ότι όλα τα μικρά αραβικά κόμματα συμμετέχουν στις εκλογές αυτές υπό έναν ενιαίο κομματικό φορέα, φιλοδοξώντας να συσπειρώσουν για πρώτη φορά την ψήφο των ισραηλινών πολιτών αραβικής καταγωγής.

4.12.14

Οι παράμετροι των εξελίξεων μεταξύ Ισραήλ-Παλαιστινίων. Τι δείχνει το εθνο-θρησκευτικό κύμα βίας στην Ανατολική Ιερουσαλήμ

Δημοσιεύθηκε από την ελληνική έκδοση του περιοδικού Foreign Affairs
στις 05.12.2014

ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Το κύμα εθνοθρησκευτικής βίας στην Ανατολική Ιερουσαλήμ από τον Ιούλιο του 2014 μέχρι σήμερα, ανέδειξε την αδυναμία τόσο της Παλαιστινιακής Αρχής όσο και της Χαμάς να μετουσιώσουν πολιτικά τα αιτήματα της αραβικής κοινής γνώμης της πόλης. Οι απειλές για μεταβολή του status quo όσον αφορά τα δικαιώματα λατρείας στο "Όρος των Τεμενών" ("Όρος του Ναού") προσέδωσαν έντονο θρησκευτικό χαρακτήρα στο ήδη τεταμένο συγκρουσιακό κλίμα μεταξύ του εβραϊκού και του παλαιστινιακού στοιχείου. Με την πάροδο των μηνών και την ολοένα αυξανόμενη ένταση, το ερώτημα περί έναρξης ή μη μίας τρίτης Ιντιφάντα προσλαμβάνει περισσότερο θεωρητικό παρά πρακτικό περιεχόμενο. Η αδυναμία εξεύρεσης πολιτικής λύσης δημιουργεί πρόσφορο έδαφος για την υιοθέτηση μέτρων πρόληψης και καταστολής, ενώ, ως αντίβαρο της απουσίας ηγεσίας στην αραβική κοινωνία της Ανατολικής Ιερουσαλήμ, ΗΠΑ και Ισραήλ αποφασίζουν να αναβαθμίσουν τον επί πολλά χρόνια ξεχασμένο ιορδανικό παράγοντα. Τα βίαια επεισόδια των τελευταίων μηνών κατέδειξαν τις βασικές παραμέτρους που επηρεάζουν τις εξελίξεις, η αποτίμηση των οποίων είναι απαραίτητη εν όψει των επικείμενων πρόωρων βουλευτικών εκλογών στο Ισραήλ.

 
χάρτης του κέντρου της πόλης της Ιερουσαλήμ
Επίμονα τίθεται το ερώτημα εάν και κατά πόσον το κύμα βίαιων συγκρούσεων μεταξύ των ισραηλινών δυνάμεων ασφαλείας των νεαρών παλαιστινίων διαδηλωτών στην Ανατολική Ιερουσαλήμ από τις αρχές του Ιουλίου 2014 έως και σήμερα αποτελεί τον προάγγελο ή ακόμα και την απαρχή μίας τρίτης Ιντιφάντα. Αντιφατικές είναι οι εκτιμήσεις από τα διεθνή ΜΜΕ αλλά και από έγκυρες ισραηλινές και παλαιστινιακές πηγές, οι οποίες προσπαθούν να αποκρυσταλλώσουν τις εικόνες που εκτυλίχθηκαν τους περασμένους μήνες στους δρόμους της Ιερουσαλήμ και που εύλογα παραπέμπουν στις ταραγμένες περιόδους του τέλους της δεκαετίας του '80 και τις αρχές της δεκαετίας του 2000.

Η απρόσμενα αθόρυβη παρέλευση της φετινής 11ης Νοεμβρίου -ημερομηνία κατά την οποία συμπληρώθηκαν δέκα χρόνια από τον θάνατο του ιστορικού ηγέτη των Παλαιστινίων, Γιάσερ Αραφάτ- φώτισε ιδιαίτερες πτυχές της σημερινής παλαιστινιακής πολιτικής πραγματικότητας. Λαμβάνοντας υπ' όψιν τα γεγονότα που μεσολάβησαν από τον περασμένο Ιούλιο, συγκρίνοντάς τα με τα κύρια χαρακτηριστικά αλλά και τα αποτελέσματα της πρώτης Ιντιφάντα του 1987 και της δεύτερης του 2000 - η απάντηση στο ερώτημα περί της απαρχής η μη μίας τρίτης παλαιστινιακής εξέγερσης, γίνεται ολοένα και πιο σαφής.


Ομοιότητες και διαφορές μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης Ιντιφάντα
(1987, 2000)

Αποτιμώντας περιληπτικά την οργανωτική δομή, τα αιτήματα και τα πολιτικά αποτελέσματα της πρώτης και της δεύτερης Ιντιφάντα, μπορούμε πλέον με βεβαιότητα να καταλήξουμε στα εξής βασικά συμπεράσματα ως προς τα σημεία σύγκλησης και απόληξής τους :
1. Η οργάνωση βομβιστικών επιθέσεων και η μετεξέλιξη των αρχικά αυθόρμητων και πάνδημων διαδηλώσεων στη Δυτική Όχθη και στη Λωρίδα της Γάζας, αποτελούσαν το αποτέλεσμα μιας καλά δομημένης επιχειρησιακής προεργασίας. Η επιλογή των στόχων, η εκπαίδευση των δραστών και ο γενικότερος συντονισμός στα πλαίσια των μικρών τοπικών κοινωνιών – όλα αυτά προϋπέθεταν μεθοδικότητα, πυρήνες, στρατολόγηση, εκπαίδευση και τεχνικά μέσα.

1.12.14

Is an 'Energy Tetrahedron' feasible in the South East Mediterranean?

Δημοσιεύθηκε από το Κυπριακό Κέντρο Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων 
του Πανεπιστημίου Λευκωσίας
(Περιοδική έκδοση InDepth Vol.11 Issue 6 / 01.12.2014 )

Publishe by the Cyprus Centre of European and International Affairs
University of Nicosia

Egypt, under the presidency of Abdel Fatah Al-Sisi, is re-experiencing the implementation of the Mubarak doctrine on the country's regional alliances. Al-Sisi, one of the key figures during the uprising against Mohammad Morsi's regime in 2012, has been very clear about the way he sees Egypt's place in the world: Cairo strengthened its intelligence and military cooperation with Israel vis-à-vis the Hamas regime in the Gaza Strip, which allegedly holds strong ties with Islamic factions in the Sinai peninsula. The Egyptian government clearly shows its strategic resilience to the US-led coalition against the Islamic State in Syria and Iraq, which has resulted in the renewal of the decades-long political alliance with other pro-Western Sunni Arab States, such as Saudi Arabia, Iraq, Jordan, the UAE, Kuwait, Oman and Bahrain. Al-Sisi does his best in order to show his differentiation towards the Muslim Brotherhood's brief control of political power under Morsi, adopting severe measures against radical political Islam, in order to remind to the West that Cairo is able to continue to bridge the Arab world and the West, as it did during the Mubarak era. Egypt is annoyed by Turkish and Qatari intrusiveness over the issues concerning the influence of political Islam in Egypt's political scene and in the Levant in general. At the same time, Egypt and the West are preoccupied with the unstable situation in neighboring Libya, while both keep a low profile towards Assad's secular regime in view of a Western-led coalition against the Islamic State.

President Al-Sisi's regional agenda shows that Mubarak's legacy in the country's foreign policy will continue to affect Egyptian decision-makers, following a brief period of pro-Islamic ambivalence that puzzled the country's traditional ties with Western countries in the Mediterranean, that shared a common past of good relations. One of those countries is the Republic of Cyprus.


In a volatile Middle East and South east Mediterranean, regional alliances do not remain stable. However, geographical facts do - and Cyprus has always been important for Egypt. During the '60s Gamal Abdel Nasser viewed Cyprus as a strategic ally that might reflect Cairo's regional endeavors through Nicosia's activity in the Non-Aligned Movement, despite – and due to - the fact that the island was an integral part of NATO's regional military presence. During the '70s and '80s Cyprus was an additional positive factor for Egypt's commercial and diplomatic relations with the West. Nevertheless, Cairo understood well that keeping a low profile over the continuing Turkish occupation of the northern part of the island was essential in order to prevent any undesired correlation affecting Cairo's normalized, yet vulnerable, ties with Israel, a country which maintained a strong strategic alliance with Ankara for decades.

16.10.14

The ISIL Threat and the New Middle Eastern Consensus

Δημοσιεύθηκε από το Κυπριακό Κέντρο Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων 
του Πανεπιστημίου Λευκωσίας
(Περιοδική έκδοση InDepth Vol.11 Issue 5 / 16.10.2014

Published by the Cyprus Centre of European and International Affairs
University of Nicosia


The ISIL has succeeded to change the Western agenda in the Middle East within months, through their key military moves in Iraq and the north-eastern Syrian territories and by means of a systematically conducted psychological warfare through internet and social media.  Following the video footages of the Islamic State's military operations and beheadings of western journalists and humanitarian aid workers, Western and the Middle Eastern states are facing an unprecedented strategic consensus. The numerous regional players are ostensibly setting aside their contradictory interests and unilateral endeavors, reacting positively to the formation of an American-led multidisciplinary coalition against radical Jihadism, in general and ISIL, in particular.  
 
President Barak Obama in a dramatic televised address on 11.9.2014, called for a regional alliance against the ISIL. Nevertheless, such a consensus should not be misinterpreted that long-standing differences in the region would ultimately disappear. On the contrary, it would not be cynical to assess that the ISIL threat will eventually prove itself as an important opportunity for the various regional players to promote their own interests, which contradict those of their meant-to-be temporary allies.


The US administration for the last decade has failed to bring peace and stability to Iraq. The US has failed to promote the peace negotiations between Israel and the Palestinian Authority. Washington was proven to be reluctant to force an end to the Syrian civil war. American efforts to bring Israel and Turkey back together did not reach any results. US-Iran relations did not show any amelioration. The US has failed, so far to impose a strong stance on the dispute over the natural gas reserves between Turkey and Cyprus which could lead to the island's reunification and to the end of the Turkish military occupation, while the Kurdish rebels seem to be gaining points in the regional strategic mosaic – a fact that Ankara is watching very closely. After the recent conflict in Gaza, Egyptian President Al-Sissi reassessed his country's pro-Western stance.  Qatar, despite its strong ties with the US-administration and the West, appears to have alienated itself towards the other GCC countries and Egypt when it comes to exclusively Arab affairs and this has resulted in Doha's diplomatic isolation from its Arab counterparts. On the other hand, the internationally delegitimized Bashar Al-Assad's regime in Damascus is being reinforced on the ground, although the situation recently in the Syrian-Israeli border is considered to be unstable.

8.8.14

Μεταξύ Γάζας και Αμμοχώστου

Δημοσιεύθηκε στην ελληνική διαδικτυακή έκδοση του περιοδικού Foreign Affairs 
στις 08.08.2014


ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Κατά τον εορτασμό της φετινής 40ης επετείου από την τουρκική εισβολή και κατοχή του βορείου τμήματος της Κύπρου, οι Τουρκοκύπριοι πολιτικοί ηγέτες – σε αντίθεση με άλλες χρονιές- έδωσαν ιδιαίτερη έμφαση στα τεκταινόμενα στη Λωρίδα της Γάζας, παραλληλίζοντας την εκεί πραγματικότητα με την κατάσταση που ισχύει στην Κατεχόμενη Βόρεια Κύπρο. Οι συνειρμοί που εκφράζονται από επίσημα χείλη στα Κατεχόμενα της Κύπρου, ρίχνουν περισσότερο φως στον τρόπο με τον οποίο η Τουρκοκυπριακή διοικητική οντότητα και η περιφερειακή πολιτική της Τουρκίας συσχετίζουν δύο παράλληλες πραγματικότητες, με αιχμή του δόρατος της κοινής τους θεώρησης δύο λιμάνια, που βρίσκονται τόσο κοντά αλλά και τόσο μακριά το ένα από το άλλο : το λιμάνι της Γάζας και το λιμάνι της Αμμοχώστου.

-------------------------------------

                Στα Κατεχόμενα της Βόρειας Κύπρου η φετινή 40η επέτειος της τουρκικής εισβολής και κατοχής ήταν ξεχωριστή σε σχέση με όλες τις προηγούμενες. Θα ανέμενε κανείς ότι καθαυτό το γεγονός της συμπλήρωσης τεσσάρων δεκαετιών από τα γεγονότα του καλοκαιριού του 1974 θα αποτελούσε από μόνο του το επίκεντρο των επετειακών εκδηλώσεων. Ωστόσο , η επί 40 χρόνια οικονομική και διπλωματική απομόνωση της επονομαζόμενης "Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου" σε συνάρτηση με την έκδηλη απαισιοδοξία της Τουρκοκυπριακής κοινής γνώμης για την μελλοντική πορεία της κατοχικής διοικητικής οντότητας, δεν προσφέρονταν για ευχάριστους απολογισμούς. Σύμφωνα με έρευνα που διεξήχθη το 2011 από το Τουρκικό Ίδρυμα Έρευνας Οικονομικής Πολιτικής, TEPAV, λιγότερο από το 20% των Τουρκοκυπρίων δήλωναν ευχαριστημένοι από την κατάσταση που επικρατούσε τότε στην "ΤΔΒΚ". Εννέα στους δέκα κατοίκους των Κατεχομένων δήλωναν απαισιόδοξοι για τη βιωσιμότητα του κατοχικού πολιτικού κατεστημένου και της "ΤΔΒΚ".[1] Έκτοτε, κανένα γεγονός δεν συνετέλεσε στο να μεταβληθούν οι απαισιόδοξες τάσεις της τουρκοκυπριακής κοινής γνώμης, όχι μόνο λόγω της στασιμότητας των διαπραγματεύσεων με την Ελληνοκυπριακή πλευρά και της συνεχιζόμενης διπλωματικής απομόνωσης της "ΤΔΒΚ". Η χρηματοπιστωτική κρίση που αντιμετωπίζει η Κυπριακή Δημοκρατία, όσο παράδοξο ίσως ακούγεται, διέψευσε την ελπίδα πολλών Τουρκοκυπρίων πολιτών, που έβλεπαν την οικονομική ευρωστία του νότου ως ευκαιρία διεξόδου από το πολιτικό και οικονομικό αδιέξοδο που επί τέσσερεις δεκαετίες τώρα αντιμετωπίζει ο κατεχόμενος βορράς.

Καθ'όλα τα προηγούμενα χρόνια, οι διχαστικές μνήμες αποτελούσαν το μόνιμο σημείο αναφοράς των επετειακών εκδηλώσεων του κατοχικού καθεστώτος. Αυτή η προσέγγιση δεν εξέπληττε κανέναν. Με αυτόν τον τρόπο, αφ'ενός δικαιολογείτο πολιτικά και ιστορικά η τουρκική εισβολή του 1974 και αφ' ετέρου προβάλλονταν τα οφέλη της μετέπειτα 'Τουρκοκυπριακής χειραφέτησης', απτή απόδειξη της οποίας προβαλλόταν η καθαυτή ύπαρξη της "Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου" – η οποία όμως συνεχίζει να μην αναγνωρίζεται από την διεθνή κοινότητα, με εξαίρεση την κατέχουσα μητέρα-πατρίδα Τουρκία.

Φέτος το κατοχικό καθεστώς επέλεξε να μην προσπαθήσει να ωραιοποιήσει έναν ούτως ή άλλως θλιβερό απολογισμό της διπλωματικής, πολιτικής και οικονομικής του πορείας κατά τα τελευταία 40 χρόνια. Επέλεξε να αξιοποιήσει την ένοπλη σύρραξη Ισραήλ και Χαμάς στη Λωρίδα της Γάζας για να στηρίξει ακόμα μια φορά τη φοβική προσέγγιση της πιθανότητας επανένωσης του νησιού. Οι Τουρκοκύπριοι αξιωματούχοι συσχέτισαν την περιπέτεια που βιώνει σήμερα ο άμαχος πληθυσμός της Γάζας με τα όσα δεινά πιθανόν θα αντιμετώπιζαν οι Τουρκοκύπριοι εάν η τουρκική εισβολή του 1974 δεν είχε συμβεί. Ο Τουρκοκύπριος ηγέτης Ντερβίς Έρογλου και σύσσωμος ο πολιτικός κόσμος των Κατεχομένων παρομοίασαν τον Τουρκοκυπριακό πληθυσμό με τους άμαχους Παλαιστινίους, αφήνοντας να εννοηθούν αντίστοιχοι φοβικοί συνειρμοί, συσχετίζοντας την Ελληνοκυπριακή πλευρά με την παρούσα  Ισραηλινή στρατιωτική δράση στη Γάζα.  

4.8.14

Εκεί που κυβερνά ο παραλογισμός του πολέμου (συνέντευξη στην εφημερίδα "Νέος Κόσμος")

Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε στις 4.8.2014 από την εφημερίδα "Νέος Κόσμος" της Μελβούρνης 
και στη δημοσιογράφο Ευγενία Παυλοπούλου

Ανατολική Ιερουσαλήμ, οδός Sultan Suleiman
Μία έρευνα για το διδακτορικό του οδήγησε τον Γαβριήλ Χαρίτο στην απόφαση να αφήσει προσωρινά την Ελλάδα και να εγκατασταθεί στα Ιεροσόλυμα. Η Μεσόγειος και πιο συγκεκριμένα η σύγχρονη και ταραχώδης όπως πάντα από τα βάθη των αιώνων, ιστορία των λαών της πάντα τον συνάρπαζε σε σημείο μάλιστα που έγινε γι’ αυτόν κύριος στόχος μελέτης.
Πριν από ένα χρόνο περίπου όταν εγκαταστάθηκε στα Ιεροσόλυμα φαινομενικά τουλάχιστον η κατάσταση στο Ισραήλ έδειχνε ήρεμη και τα Ιεροσόλυμα τον μάγεψαν.  
«Είναι μία πολυπολιτισμική πόλη όπου μπλέκονται όλα γλυκά. Από τη μια οι θρησκείες, οι γλώσσες, οι πολιτισμοί κι από την άλλη η γνωστή δυτικότροπη πραγματικότητα. Ναι μεν η θρησκεία παίζει μεγάλο ρόλο στην καθημερινότητα, αλλά τα Ιεροσόλυμα παρέμεναν και παραμένουν μία κοσμοπολίτικη πόλη που τα έχει όλα. Η αλήθεια είναι πως υπάρχει ένα αόρατο σύνορο το  οποίο όσοι έρχονται εδώ στα Ιεροσόλυμα έστω και για μία μέρα μπορούνε να το καταλάβουνε.

Τα όρια, αν και αόρατα, είναι ωστόσο σαφή: Η δυτική πλευρά είναι η Δύση και η ανατολική πλευρά είναι η Ανατολή. Αλλά αυτό το αόρατο σύνορο δεν εμποδίζει την κανονική ροή της ζωής ένθεν κακείθεν. Για παράδειγμα θα βγεις το βράδυ θα πας σε ένα μπαρ. Στο μπαρ ή θα είναι όλοι Εβραίοι, ή ξένοι ή και Άραβες και μετά ο ταξιτζής που θα σε φέρει σπίτι σου ίσως να είναι Άραβας ή Εβραίος που θα κατάγεται από την Πολωνία ή την Περσία. Φίλοι μου Άραβες δικηγόροι έχουν πελάτες υπερορθόδοξους Εβραίους ή το αντίθετο. Οι μισοί γιατροί στο κρατικό νοσοκομείο είναι Άραβες» μου λέει ο Γαβριήλ προσπαθώντας να περιγράψει τα Ιεροσόλυμα που ζούσε πριν από δύο μήνες. Ο ενεστώτας χρόνος στην περιγραφή του ακούγεται σαν έκφραση μίας ενδόμυχης ελπίδας, ότι ο παραλογισμός του πολέμου που ένα μήνα τώρα «σφυροκοπά» την ευρύτερη περιοχή δεν θα καταστρέψει την πόλη και την κοινωνία  που αυτός γνώρισε. Είναι μία ενδόμυχη ελπίδα όμως, που η πραγματιστική θεώρηση του Γαβριήλ, ως ερευνητή διεθνών σχέσεων, αναιρεί μέρα με τη μέρα.

Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
«Δεν άλλαξαν όλα μονομιάς και οι αλλαγές δεν άρχισαν από τους βομβαρδισμούς στη Γάζα. Είχαν αρχίσει πιο πριν. Άρχισαν από την δολοφονία των τριών εφήβων Εβραίων που είχε γίνει λίγο έξω από τα Ιεροσόλυμα. Τον περασμένο Ιούνιο, όταν επί 18 μέρες ο στρατός έψαχνε στη Δ. Όχθη για να βρει τους δράστες, ο ισραηλινός Τύπος κυκλοφορούσε με πρωτοσέλιδα που ενίσχυαν τα πάθη.  Όταν βρέθηκαν τα πτώματα δόθηκε στη δημοσιότητα ένα τηλεφώνημα που είχε κάνει ο ένας από τους τρεις απαχθέντες εφήβους στην Αστυνομία λέγοντας ότι τον έχουν απαγάγει. Σε εκείνο το τηλεφώνημα ακούστηκε μία φωνή να μιλά σε αραβική γλώσσα και να λέει "κάτω τα κεφάλια" και ύστερα ακούγονταν οι πυροβολισμοί. Αυτή η κασέτα και αυτό το γεγονός δημιούργησε ένα κλίμα εκρηκτικό. Όλες αυτές τις 18 μέρες που είχαν προηγηθεί άκουγα από το παράθυρό μου κάθε μέρα δημόσιες δεήσεις, φωνές, αλαλαγμούς από το Τείχος των Δακρύων για να βρεθούν ζωντανοί οι τρεις νέοι. Η κοινωνία είχε αρχίσει να βράζει. Τα πράγματα έγιναν χειρότερα όταν λίγες μέρες μετά τη δημοσιοποίηση αυτής της κασέτας και την εύρεση των πτωμάτων των τριών εφήβων, έγινε η άλλη δολοφονία. Αυτή του Παλαιστινίου εφήβου από Εβραίους. Τότε άρχισε και η παλαιστινιακή πλευρά να αντιδρά βίαια. Εκείνη την περίοδο η πόλη της συνύπαρξης που εγώ ήξερα, άλλαξε άρδην. Εγώ μένω στην αραβική πλευρά και σε απόσταση πολύ κοντινή από το Τέμενος του Ομάρ.  Την ημέρα που σκοτώθηκε το παιδί των παλαιστινίων άρχισαν και οι οδομαχίες στη γειτονιά μου, κυριολεκτικά έξω από την πόρτα μου. Το τελευταίο κύμα έντασης στην Ιερουσαλήμ ανάμεσα σε Εβραίους και Άραβες υπήρχε ήδη πριν από την στρατιωτική επιχείρηση στη Γάζα».

29.7.14

Η στρατιωτική επιχείρηση στη Γάζα -Εκτιμήσεις (συνέντευξη στον Ρ/Σ Αθήνα 984)

Ακούστε τη συνέντευξη που παραχώρησα στις 29.07.2014 για τις εξελίξεις στη Γάζα και στο Ισραήλ στο ραδιοφωνικό σταθμό Αθήνα 984 και στον Θύμη Τσιλιόπουλο, στην εκπομπή του "Transit On Air", η οποία μεταδίδεται από Δευτέρα έως και Παρασκευή από τις 11 το βράδυ έως τα μεσάνυχτα και η θεματολογία της πραγματεύεται θέματα της διεθνούς επικαιρότητας.

Ακούστε την εκπομπή πατώντας στην εικόνα :


.

22.6.14

Φατάχ-Χαμάς : Η αχίλλειος πτέρνα της επαναπροσέγγισης


Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Foreign Affairs , Τεύχος Ιουνίου 2014



Ενώ η συμφωνία επαναπροσέγγισης Φατάχ-Χαμάς που υπεγράφη στις 23 Απριλίου 2014 αναμένεται να λάβει σάρκα και οστά, με πρώτο βήμα το σχηματισμό προσωρινής κυβέρνησης τεχνοκρατών κοινής αποδοχής, ανοιχτά παραμένουν τα ζητήματα που θα αφορούν την κοινή γραμμή των δύο παλαιστινιακών παρατάξεων ύστερα από επτά χρόνια διχασμού. Παρά τις πολλές αντεγκλήσεις και τη διαφορά των επιλογών σε ιδεολογικό, πολιτικό και διεθνές επίπεδο, η Φατάχ και η Χαμάς, επισήμως τουλάχιστον, παρέρχονται σιγή το ζήτημα της τακτικής που θα κληθούν να ακολουθήσουν σε επίπεδο συνεργασίας των υπηρεσιών τους που καθορίζουν την εσωτερική τους ασφάλεια. Χαρακτηριστική ως προς αυτό ήταν η ξεκάθαρη δήλωση του σημαίνοντος στελέχους της Χαμάς και διατελέσαντος Υπουργός Εξωτερικών της οργάνωσης, Μαχμούντ Αλ-Ζαχάρ στις 30.4.2014 ότι "η συμφωνία επαναπροσέγγισης δεν πρόκειται να αλλάξει τον μηχανισμό διοίκησης των στρατιωτικών δυνάμεων της οργάνωσης" και ότι "οι δυνάμεις ασφαλείας της Χαμάς θα συνεχίσουν να δρουν ανεξάρτητα από την νέα κυβέρνηση εθνικής ενότητας"[1].

Η συνεργασία της Φατάχ και της Χαμάς στον τομέα των υπηρεσιών ασφαλείας και της ανταλλαγής πληροφοριών είναι ίσως το σημαντικότερο από τα ζητήματα που θα κληθούν να διευθετήσουν οι ηγεσίες στη Ραμάλα και στη Γάζα, δεδομένου του παρελθόντος τους όσον αφορά τον τρόπο διαχείρισης και αξιοποίησης των μηχανισμών ασφαλείας καθ' όλη τη διάρκεια του επταετούς διχασμού τους. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η ως άνω δήλωση του Μαχμούντ Αλ-Ζαχάρ δεν σχολιάσθηκε από κανένα πολιτικό στέλεχος αμφοτέρων των μερών, ενισχύοντας την εντύπωση ότι τα σοβαρά ζητήματα που ανακύπτουν μετά τη συμφωνία της 23ης Απριλίου δεν αποτελούν αντικείμενο δημόσια διαβούλευσης.  


Οι υπηρεσίες ασφαλείας της Φατάχ και το Ισραήλ.

Στα πλαίσια των Συμφωνιών του Όσλο είχε καθορισθεί λεπτομερώς το πλαίσιο σύμφωνα με το οποίο οι υπηρεσίες ασφαλείας της Παλαιστινιακής Αρχής θα συνεργάζονταν με τις αντίστοιχες υπηρεσίες του Ισραήλ, με σκοπό την διοικητική διευθέτηση ζητημάτων που θα άπτονταν της διακίνησης προσώπων, αγαθών και υπηρεσιών, από και προς τα εδάφη της Παλαιστινιακής Αρχής. Ο μηχανισμός αυτός εφαρμοζόταν τόσο στη Δυτική Όχθη όσο και στη Λωρίδα της Γάζας κατά τρόπο ενιαίο, αφού η πολιτική αρμοδιότητα του Γιασέρ Αραφάτ εκτεινόταν και στις δύο περιοχές με συμπαγή παλαιστινιακό πληθυσμό.

Η κατάσταση μεταβλήθηκε άρδην , όταν η Χαμάς ανέλαβε τον πολιτικό έλεγχο της Γάζας και εν τοις πράγμασι, διακεκριμένες περιοχές της Δυτικής Όχθης διοικούνταν από την Παλαιστινιακή Αρχή και την κυβέρνηση που έδρευε στη Ραμάλα. Η πολιτική ρήξη μεταξύ Φατάχ και Χαμάς το καλοκαίρι του 2007 ήταν επόμενο να μεταβάλει τις προτεραιότητες των υπηρεσιών ασφαλείας της Φατάχ. Νέος τους στόχος ήταν οι πυρήνες της αντιπολιτευόμενης Χαμάς που συνέχιζαν να βρίσκονται και να δρουν στη Δυτική Όχθη. Ο νέος αυτός 'εσωτερικός κίνδυνος' έπρεπε να αντιμετωπισθεί από την Φατάχ και τη διεθνώς αναγνωρισμένη πολιτική της ηγεσία – πλην όμως στερείτο τόσο της απαιτούμενης υλικοτεχνικής υποδομής όσο και του ιδεολογικού υποβάθρου που θα επέτρεπε στον μηχανισμό της Φατάχ να ανοίξει έναν ανοιχτό πόλεμο προς τα άτομα εκείνα που μετά τη σύλληψή τους θα αποκτούσαν τη 'στόφα του αδιαπραγμάτευτου εθνικού ήρωα'.

Οι λεπτοί αυτοί πολιτικοί υπολογισμοί δεν εμπόδισαν την πραγματοποίηση συλλήψεων και φυλακίσεων στελεχών της Χαμάς εκ μέρους των υπηρεσιών ασφαλείας της Παλαιστινιακής Αρχής. Παράλληλα, Ισραηλινοί αξιωματούχοι και πολιτικοί αναλυτές ποτέ δεν έκρυψαν ότι οι ισραηλινές υπηρεσίες ασφαλείας συνεργάζονταν ομαλά με τις αντίστοιχες υπηρεσίες της Ραμάλα, με τον ισραηλινό στρατό να αναλαμβάνει δράση συλλαμβάνοντας μέλη της Χαμάς ακόμα και εντός των περιοχών "Α" , που υπόκεινται υπό τον πλήρη διοικητικό έλεγχο της κυβέρνησης της Ραμάλας. Άλλωστε, ως προς το σημείο της καταπολέμησης της διείσδυσης της Χαμάς στη Δυτική Όχθη και ενδεχομένως και στην Ανατολική Ιερουσαλήμ, το Ισραήλ και η Ραμάλα ευθυγραμμίζονταν πλήρως μεταξύ τους.

Τελευταίο παράδειγμα που απέδειξε ακόμα μια φορά το μέγεθος της στενής συνεργασίας τόσο σε επιχειρησιακό επίπεδο όσο και σε επίπεδο συλλογής και ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστινιακής Αρχής ήταν η σύλληψη και εκτέλεση εκ μέρους του Ισραηλινού στρατού μεταξύ άλλων και του 22χρονου μέλους της Χαμάς, Hamza Abu al-Haija, τις πρώτες πρωινές ώρες της  22 Μαρτίου 2014, στην πόλη Τζενίν, που βρίσκεται στη βόρεια Δυτική Όχθη και εντός της "Περιοχής Α"[2]. Η επιχείρηση αυτή έλαβε χώρα ενόσω οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις βρίσκονταν στα πρόθυρα κατάρρευσης και οι δημόσιες δηλώσεις των ισραηλινών και παλαιστινίων αξιωματούχων έδιναν την εντύπωση ότι οι δύο πλευρές "συμφωνούσαν αποκλειστικά σε ποια σημεία διαφωνούσαν". Παρ' όλ' αυτά όμως, τα γεγονότα κατέδειξαν ότι οι υπηρεσίες ασφαλείας και των δύο πλευρών βρίσκονταν σε πλήρη συντονισμό κατά του κοινού εχθρού, που δεν ήταν άλλος από τη Χαμάς και την προσπάθειά της να διεισδύσει στη Δυτική Όχθη.

Το μέγεθος της συνεργασίας αυτής αποδεικνύεται από μια συνέντευξη που ο Hamza Abu al-Haija είχε παραχωρήσει σε ανύποπτο χρόνο -δύο εβδομάδες πριν από την επιχείρηση που είχε αποτέλεσμα την εκτέλεσή του -  στην ιστοσελίδα Al-Risala που εκφράζει πολιτικούς κύκλους της Χαμάς. Στη συνέντευξή του αυτή κατήγγελνε ότι η μυστική αστυνομία της Παλαιστινιακής Αρχής συνεργαζόταν εδώ και πολύ καιρό στενότατα με τις αντίστοιχες ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες με σκοπό να συλληφθεί τόσο ο ίδιος όσο και άλλοι πυρήνες της οργάνωσης, στη Τζενίν και σε άλλες παλαιστινιακές πόλεις[3]. Είχε αναφέρει ότι είχε συλληφθεί κατά το παρελθόν τρεις φορές από τις αρχές ασφαλείας της Παλαιστινιακής Αρχής και δύο φορές από τον ισραηλινό στρατό. Επιπλέον, η πολύ καλά οργανωμένη στρατιωτική επιχείρηση των ισραηλινών κομάντο, που εισήλθαν στο σπίτι που κρυβόταν ο al-Haija και τον εκτέλεσαν επί τόπου μαζί με δύο άλλα μέλη της Χαμάς, δεν αφήνει αμφιβολίες ότι η συνδρομή της παλαιστινιακής αστυνομίας ήταν αποφασιστικής σημασίας για το όλο εγχείρημα, δεδομένου μάλιστα ότι η φύση της επιχείρησης προϋπέθετε πλήρη αξιοποίηση λεπτομερών πληροφοριών.