Σελίδες

22.8.13

Γιατί επιμένουν οι ΗΠΑ;

* Δημοσιεύθηκε στην ελληνική διαδικτυακή έκδοση του περιοδικού Foreign Affairs την 22.08.2013
Οι μέρες που προηγήθηκαν της δεύτερης συνάντησης των ισραηλινών και παλαιστινίων διαπραγματευτών στις 14 Αυγούστου στην Ιερουσαλήμ επιβεβαίωναν τις πιο απαισιόδοξες προβλέψεις των πολιτικών αναλυτών. Τόσο το Ισραήλ όσο και η Παλαιστινιακή Αρχή, με δηλώσεις και πράξεις, φρόντιζαν να ηλεκτρίσουν το κλίμα, δίνοντας σαφές μήνυμα τόσο στο εσωτερικό όσο και στην αμερικανική διαμεσολάβηση ότι το αδιέξοδο είναι αναπόφευκτο. Συγκεκριμένα, η ισραηλινή κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι προβαίνει άμεσα σε διαγωνισμό για την ανέγερση οικιστικών μονάδων σε εβραϊκούς οικισμούς εντός της Δυτικής Όχθης, ως επίσης και στην οικονομική ενίσχυση των υπαρχόντων, προκαλώντας, όπως ήταν φυσικό, αρνητικές αντιδράσεις τόσο στη Ραμάλα όσο και στην Ουάσιγκτον. Από την άλλη πλευρά, η Παλαιστινιακή Αρχή δεν απέφυγε να διαμορφώσει τις τελευταίες μέρες έντονο κλίμα αλυτρωτισμού, με αφορμή έναν ποδοσφαιρικό αγώνα, πριν από την έναρξη του οποίου ακούστηκαν τραγούδια με στίχους που μιλούσαν για την απελευθέρωση όλης της Παλαιστίνης «από τη Γαλιλαία μέχρι την Ερυθρά Θάλασσα».

Παρά το ότι οι πολιτικές ηγεσίες τόσο του Ισραήλ όσο και της Παλαιστινιακής Αρχής μέχρι τώρα δείχνουν κάθε μια με τον δικό της τρόπο ότι εν τέλει δεν επιθυμούν να διαπραγματευθούν, η αμερικανική δυναμική ασκεί πιέσεις ένθεν κακείθεν για το αντίθετο.
Ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Τζων Κέρυ πιέζει τους Παλαιστινίους να μην εγκαταλείψουν το τραπέζι των διαπραγματεύσεων, υποβαθμίζοντας την απόφαση του Ισραήλ να επεκτείνει την οικοδομική του δραστηριότητα στη Δυτική Όχθη, χαρακτηρίζοντάς την αναμενόμενη και εκ προοιμίου γνωστή.
Παράλληλα, ασκήθηκαν πιέσεις και στην κυβέρνηση Νετανιάχου να μην υποκύψει περισσότερο στις απαιτήσεις της δεξιάς πτέρυγας του κυβερνητικού συνασπισμού. Άλλωστε, δεν ήταν τυχαίο ότι αμερικανικοί κύκλοι, ακριβώς την προηγουμένη της συνάντησης της 14ης Αυγούστου, άφησαν να διαρρεύσει στον ισραηλινό και παλαιστινιακό Τύπο δήλωση off the record του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών, σύμφωνα με την οποία εάν η ισραηλινή κυβέρνηση συνεχίσει να προβαίνει σε μονομερείς ενέργειες «η ευθύνη μιας ενδεχόμενης αποτυχίας θα καταλογισθεί αποκλειστικά στο Ισραήλ, προκαλώντας χιονοστιβάδα αρνητικών αντιδράσεων, απομονώνοντας τη χώρα διεθνώς». Μια πρώτη γεύση των κυρώσεων που θα πρέπει να αναμένει το Ισραήλ ήρθε από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία αποφάσισε να σταματήσει τις οικονομικές της συναλλαγές με ισραηλινές εταιρείες που ασκούν οιαδήποτε δραστηριότητα στην Δυτική Όχθη, στα Υψώματα του Γκολάν και στην Ανατολική Ιερουσαλήμ, ενώ παράλληλα είναι ενδεχόμενο ότι τα ισραηλινά ερευνητικά πανεπιστημιακά ιδρύματα δεν θα χρηματοδοτηθούν με ευρωπαϊκούς πόρους του προγράμματος Horizon 2020, πλήττοντας ποικιλοτρόπως την διεθνή εικόνα αλλά και την οικονομία της χώρας.
Έτσι, παρά το αρνητικότατο κλίμα που δημιουργείτο μέρα με τη μέρα μεταξύ Ιερουσαλήμ και Ραμάλα, η συνάντηση των διαπραγματευτικών ομάδων πραγματοποιήθηκε κανονικά όπως είχε προγραμματισθεί. Το περιεχόμενο των θεμάτων που συζητήθηκαν στην πεντάωρη συνάντηση δεν έγινε γνωστό. Το δελτίο τύπου που εξεδόθη μετά το πέρας της αρκέστηκε να αναφέρει ότι «τα ζητήματα συζητήθηκαν επί σοβαρής βάσεως», δημιουργώντας εύλογες απορίες, αφού Ισραηλινοί και Παλαιστίνιοι αξιωματούχοι αρνούνταν πεισματικά να επεκταθούν περαιτέρω.
Είναι σαφές ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θεωρούν πολύ σημαντικές τις παρούσες ισραηλινοπαλαιστινιακές συνομιλίες. Η θεώρηση αυτή δεν βασίζεται στην λίγο έως πολύ γνωστή πολιτική συγκυρία στην εσωτερική πολιτική σκηνή του Ισραήλ ή της Παλαιστινιακής Αρχής, όσο λόγω της περιφερειακής πραγματικότητας που είναι εύθραυστη περισσότερο από ποτέ:
Η αμφίρροπη κατάσταση στον συνεχιζόμενο συριακό εμφύλιο, για την ώρα έχει επιβάλλει στάση αναμονής στη Δύση και στη Ρωσία. Η οργάνωση Χεζμπολάχ στον Νότιο Λίβανο απομονώνεται ολοένα και περισσότερο, πληρώνοντας το τίμημα της φερόμενης ανάμιξής της στα εσωτερικά της Συρίας. Η πολιτειακή ανατροπή στην Αίγυπτο και οι έντονες εσωτερικές συγκρούσεις στη χώρα έχουν ως αποτέλεσμα την ολοένα και περισσότερο αισθητή πολιτική απομόνωση της Χαμάς στη Γάζα. Παράλληλα, η εκρηκτική κατάσταση στο Σινά, όπου οι ένοπλες ομάδες των ακραίων σαλαφιστών ενισχύουν την στρατιωτική τους παρουσία στην ισραηλινοαιγυπτιακή μεθόριο, δημιουργεί προϋποθέσεις παρασκηνιακής συνεργασίας μεταξύ των αιγυπτιακών και ισραηλινών επιτελείων – γεγονός το οποίο επιβεβαιώθηκε με τα έκτακτα μέτρα ασφαλείας που έλαβε το Ισραήλ στο θέρετρο Εϊλάτ, λίγες ώρες πριν την (όχι και τόσο αιφνιδιαστική) πυραυλική επίθεση στο Νότιο Ισραήλ. Τέλος, η νέα ιρανική ηγεσία υπό τον πρόεδρο Χασάν Ρουχανί δείχνει να επιθυμεί να ξεχάσει όσο γίνεται πιο γρήγορα τις κατά καιρούς προκλητικές δηλώσεις τού τέως προέδρου Αχμεντινατζάντ, υιοθετώντας διαλλακτικότερη στάση έναντι της Ουάσιγκτον.
Υπό τις παρούσες συνθήκες, λοιπόν, η Ουάσιγκτον πιστεύει ότι η εσωτερική αστάθεια στις γειτονικές αραβικές χώρες, η αποδυνάμωση της Χεζμπολάχ και της Χαμάς και η ιρανική βαθμιαία διαλλακτικότητα, δίνουν το περιθώριο στο Ισραήλ να επικεντρώνεται στην αμιγώς διμερή διάσταση του ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων και να αισθάνεται σίγουρο ότι οι περιφερειακές ανακατατάξεις βρίσκονται για την ώρα υπό τον έλεγχο των ΗΠΑ.

12.8.13

Η Ειρήνη του "Ναι" και του "Όχι" - Οι πρόσφατες συνταγματικές αλλαγές στο Ισραήλ ενόψει των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων

*Δημοσιεύθηκε στην ελληνική διαδικτυακή έκδοση του περιοδικού Foreign Affairs την 11.08.2013
Η επανέναρξη των ειρηνευτικών συνομιλιών Ισραήλ-Παλαιστινιακής Αρχής αδιαμφισβήτητα συγκέντρωσε το ενδιαφέρον των διεθνών ΜΜΕ τον περασμένο Ιούλιο. Παρ' όλ' αυτά, δεν είναι αδικαιολόγητη η διάχυτη απαισιοδοξία των πολιτικών αναλυτών ότι ο στόχος που τέθηκε από την αμερικανική ηγεσία για εξεύρεση συνολικής λύσης εντός των επομένων 9 μηνών, είναι τουλάχιστον ουτοπικός.
Ανεξάρτητα από τον βαθμό αισιοδοξίας που υιοθετεί η παρούσα πολιτική ηγεσία στο Ισραήλ, οι πρώτες πολιτικές κινήσεις του πρωθυπουργού Βενιαμίν Νετανιάχου μετά την επίσημη έναρξη των συνομιλιών στην Ουάσιγκτον, παραδόξως στοχεύουν στην εσωτερική πολιτική σκηνή. Όλα δείχνουν πως η επανέναρξη των ειρηνευτικών συνομιλιών εκλαμβάνεται ως καταλύτης για σημαντικές ανακατατάξεις στους κανόνες λειτουργίας του ισραηλινού πολιτικού συστήματος εν γένει.
Κατά τρόπο ασυνήθιστα βιαστικό, μια μόλις ημέρα μετά την πρώτη συνάντηση των Ισραηλινών και Παλαιστινίων διαπραγματευτών στην Ουάσιγκτον, η ισραηλινή κυβέρνηση αποφάσισε σε χρόνο-ρεκόρ να υποβάλλει προς ψήφιση νομοθετήματα συνταγματικής ισχύος, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι όσο θα διαρκούν οι ειρηνευτικές συνομιλίες και σε περίπτωση εξεύρεσης πολιτικής λύσης με την Παλαιστινιακή Αρχή, το ισραηλινό πολιτικό σύστημα πρέπει να είναι ήδη έτοιμο θεσμικά ούτως ώστε να καταστεί δυνατό να ληφθούν άμεσα σημαντικές αποφάσεις που θα κρίνουν το μέλλον του κράτους, την εδαφική του κυριαρχία και τα νέα του σύνορα. Ως δεύτερο ζητούμενο προβλήθηκε η διασφάλιση των αναγκαίων εκείνων προϋποθέσεων που θα εξασφαλίσουν εσωτερική πολιτική σταθερότητα.
Έτσι μόνο ερμηνεύεται η αιφνιδιαστική υποβολή προς ψήφιση στο ισραηλινό κοινοβούλιο δύο νομοσχεδίων συνταγματικής ισχύος που αφορούν αφ' ενός την αναθεώρηση του «Θεμελιώδους Νόμου περί Διακυβέρνησης» και αφ΄ ετέρου την εισαγωγή του «Θεμελιώδους Νόμου περί Δημοψηφισμάτων» – και δη την τελευταία μόλις ημέρα της τρέχουσας Τακτικής Συνόδου της Κνέσετ (31/7).


Ο διπλασιασμός του εκλογικού πλαφόν
Ο συνταγματικής ισχύος «Θεμελιώδης Νόμος περί Διακυβέρνησης» μεταξύ άλλων ρυθμίζει επιμέρους ζητήματα σχετικά με το εκλογικό σύστημα που εφαρμόζεται στις ισραηλινές βουλευτικές εκλογές. Το ισραηλινό εκλογικό σύστημα παραμένει σταθερό από την ίδρυση του κράτους μέχρι σήμερα. Υιοθετεί την απλή αναλογική με ενιαία περιφέρεια, απαιτώντας ένα ελάχιστο ποσοστό ψήφων σε όλη την επικράτεια (πλαφόν) προκειμένου ένα κόμμα ή ένας συνασπισμός κομμάτων να αποκτήσει έδρες στο κοινοβούλιο (Κνέσετ). Το πλαφόν που ίσχυε από τις πρώτες εκλογές (1949) έως το 1992 ισοδυναμούσε με μόλις το 1% των έγκυρων ψηφοδελτίων εφ' όλης της επικράτειας. Το 1992 αυξήθηκε στο 1,5%, ενώ από το 2003 έως και σήμερα απαιτείται πλαφόν της τάξεως του 2%. Με την πρόσφατη αναθεώρηση, επιδιώκεται ο διπλασιασμός του ισχύοντος πλαφόν, από 2% σε 4% επί των εγκύρων ψηφοδελτίων.
Ο διπλασιασμός του εκλογικού πλαφόν, όπως ήταν φυσικό, προκάλεσε την έντονη αντίδραση των μικρών κοινοβουλευτικών κομμάτων της αντιπολίτευσης. Τα κύρια «θύματα» της νέας ρύθμισης είναι τα αμιγώς αραβικά κόμματα της Αριστεράς (Ράαμ-Ταλ-Μάντα και Μπάλαντ), το δικοινοτικό αριστερό κόμμα Χαντάς (το οποίο εκπροσωπείται από Εβραίους και Άραβες βουλευτές), το αριστερό κόμμα Μέρετς και το δεξιό θρησκευτικό κόμμα των Υπερορθόδοξων Εβραίων «Εβραϊσμός της Τορά». Τα κόμματα αυτά, τα οποία λόγω της μικρής τους εκλογικής δύναμης εκπροσωπούνται στην Κνέσετ χάρη στη διατήρηση του χαμηλού πλαφόν του 2%, με αυτήν την αλλαγή βλέπουν το κοινοβουλευτικό τους μέλλον να απειλείται. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη συζήτηση επί του νομοσχεδίου, πολλοί βουλευτές τους αφού έλαβαν το λόγο, ανέβηκαν στο βήμα και σε ένδειξη διαμαρτυρίας έμειναν βουβοί για όλο το τρίλεπτο που τους αναλογούσε. Οι Άραβες βουλευτές υποστήριξαν ότι με τον διπλασιασμό τού εκλογικού πλαφόν επιδιώκεται ο εξοβελισμός τους από την κοινοβουλευτική ζωή της χώρας - διαπίστωση που υποστήριξε και η αρχηγός του εβραϊκού αριστερού κόμματος Μέρετς, Ζαχάβα Γκαλόν. Αντίστοιχα, οι Υπερορθόδοξοι βουλευτές, χαρακτήρισαν βαθύτατα αντιδημοκρατική οποιαδήποτε εκλογική διαδικασία κατά την οποία θα θεωρείται νόμιμο να αγνοείται έστω και μια ψήφος.
Από την άλλη πλευρά, εντυπωσιακή υπήρξε η υποτονική αντίδραση της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης. Συγκεκριμένα, το Κόμμα των Εργατικών υπό την Σέλι Γιεχιμόβιτς, εκ του ασφαλούς καταψήφισε τον διπλασιασμό του εκλογικού πλαφόν, γνωρίζοντας ότι ο κυβερνητικός συνασπισμός συγκέντρωνε ούτως ή άλλως την απαιτούμενη απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία (60+1 της 120μελούς Κνέσετ). Πολιτικά μιλώντας, όμως, είναι κοινό μυστικό ότι αυτή η εξέλιξη θα έχει ως αποτέλεσμα το Κόμμα των Εργατικών να οικειοποιηθεί ευκολότερα τις αριστερές ψήφους του κόμματος Μέρετς και να αποκτήσει με αυτόν τον τρόπο ξανά την χαμένη «αριστερή αίγλη» που απολάμβανε τις προηγούμενες δεκαετίες. Όσον αφορά δε τα κόμματα της συγκυβέρνησης, η σύμπνοιά τους ήταν δεδομένη καθότι οι πολιτικές δυνάμεις που την απαρτίζουν έχουν συναφή εκλογική δυναμική υπό τις παρούσες συγκυρίες.