Δημοσιεύθηκε από το ΚΕΜΜΙΣ (Κέντρο Μεσογειακών Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών) την 12.05.2014
Κείμενο Ανάλυσης Νο.9
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Με την κατάρρευση των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων
μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστινιακής Αρχής και με τη συμφωνία επαναπροσέγγισης
Φατάχ-Χαμάς της 23ης Απριλίου 2014, μεταβλήθηκαν κατά τρόπο ουσιώδη οι
ισορροπίες στη διένεξη Ισραηλινών και Παλαιστινίων. Η παλαιστινιακή πολιτική
πραγματικότητα καλείται να επιλέξει στρατηγική ως προς το Ισραήλ και τη
διαμεσολαβητική ισχύ των ΗΠΑ. Καλείται επίσης να επιλέξει τον τρόπο με τον
οποίον θα διαχειρισθεί τον 7ετή πολιτικό διχασμό που μεσολάβησε. Παράλληλα, η
ισραηλινή πλευρά προσπαθεί να σφυγμομετρήσει τις πολιτικές τάσεις που θα
επικρατήσουν στη Ραμάλα και στη Γάζα μετά τη συμφωνία της παλαιστινιακής
επαναπροσέγγισης, ενώ όλα εξαρτώνται από το εάν και κατά πόσον θα τεθούν οι
προϋποθέσεις εκείνες που θα καταστήσουν εφικτή τη συνέχεια της ειρηνευτικής
διαδικασίας.
Η 29η Απριλίου 2014 επρόκειτο να είναι η
ημερομηνία κατά την οποία Ισραήλ και Παλαιστινιακή Αρχή θα κατέληγαν σε όλα τα
ζητήματα που θα είχαν τεθεί στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Κανείς δεν εξεπλάγη
από το γεγονός ότι η ημερομηνία αυτή τελικά πέρασε άπρακτη. Η έντονη
απαισιοδοξία των πολιτικών αναλυτών, των διεθνών ΜΜΕ, της ισραηλινής και της
παλαιστινιακής κοινής γνώμης, επιβεβαιώθηκε πανηγυρικά με την οριστική διακοπή
των συνομιλιών στις 24 Απριλίου 2012 λίγα μόλις εικοσιτετράωρα προτού εκπνεύσει
το χρονοδιάγραμμα που είχε ορίσει η αμερικανική διπλωματία.
Απολογισμός
των συνομιλιών και το χρονικό έως τη διακοπή τους
Επιχειρώντας έναν σύντομο απολογισμό των συνομιλιών που
άρχισαν στις 29 Ιουλίου 2013, συνοψίζονται τα εξής : Το Ισραήλ υιοθέτησε σημαντικές
νομοθετικές αλλαγές[1]
ενόψει της έγκρισης ενός τελικού σχεδίου λύσης επί του εδαφικού –προλαβαίνοντας
έτσι τυχόν επικρίσεις όσων θα ήταν πρόθυμοι να κατηγορήσουν την ισραηλινή
κυβέρνηση για αδιαλλαξία. Από την έναρξη των ειρηνευτικών συνομιλιών έως και
τον τερματισμό τους, η ισραηλινή κυβέρνηση απελευθέρωσε 78 από τους συνολικά 104
παλαιστινίους κρατουμένους που είχαν συμφωνηθεί, όπως όριζε το αμερικανικό
χρονοδιάγραμμα[2],
ενώ σε εσωτερικό πολιτικό επίπεδο περιορίσθηκαν οι μη εποικοδομητικές φωνές που
προέρχονταν από την ενδοκυβερνητική δεξιά αντιπολίτευση του Ναφτάλι Μπένετ και
στελεχών του κόμματος Λικούντ του Πρωθυπουργού Νετανιάχου. Παράλληλα ενδυναμώθηκαν οι ψύχραιμες απόψεις
της επικεφαλής της διαπραγματευτικής ομάδας και Υπουργού Δικαιοσύνης Τσίπι
Λίβνι και του Υπουργού Οικονομικών Γιαΐρ Λαπίντ.
Από την άλλη, το Ισραήλ προώθησε στην ατζέντα των κύριων
θεμάτων προς συζήτηση το αίτημά του να αναγνωρισθεί ως "εβραϊκό
κράτος" εκ μέρους της Παλαιστινιακής πλευράς. Παρά το ότι αυτό το ζήτημα
δεν θεωρείτο πρωτεύουσας σημασίας από τον Αμερικανό Υπουργό Εξωτερικών[3], το Ισραήλ
επεδίωκε[4] να λάβει
σαφή δέσμευση εκ μέρους της Παλαιστινιακής Αρχής ότι το αίτημα της επιστροφής
των απανταχού Παλαιστινίων προσφύγων σε εδάφη υπό ισραηλινή κρατική κυριαρχία 'κλείνει'
άπαξ δια παντός. Το κύριο επιχείρημα των Ισραηλινών βασιζόταν στο ότι εάν δεν
κατοχυρωθεί ο αμιγής εβραϊκός χαρακτήρας του Ισραηλινού κράτους, τότε υπάρχει ο
κίνδυνος να εγκατασταθεί στο Ισραήλ μεγάλος αριθμός Παλαιστινίων που ζουν επί
δεκαετίες στο εξωτερικό, με αποτέλεσμα να μεταβληθεί δραματικά η δημογραφική
ισορροπία. Κατά τον συλλογισμό αυτό, με την πάροδο του χρόνου το Ισραήλ στην
ουσία θα μετατραπεί σε ακόμα ένα αραβικό κράτος με ισχνή εβραϊκή μειοψηφία.
Η Παλαιστινιακή Αρχή από τη δική της πλευρά, απέδειξε για
ακόμα μια φορά πόσο ανίσχυρη είναι σε μία απ' ευθείας διαπραγμάτευση με την
Ισραηλινή πλευρά. Η Ραμάλα πέτυχε την απελευθέρωση ενός σημαντικού αριθμού
κρατουμένων και η παλαιστινιακή κοινή γνώμη πανηγύρισε γι' αυτό. Ωστόσο ήταν
κατανοητό τοις πάσι ότι αυτή η επιτυχία δεν θα συνέβαινε χωρίς την αμερικανική
πίεση και την αντίστοιχη ισραηλινή συγκατάβαση. Είναι γεγονός ότι ο Μαχμούντ
Αμπάς ενισχύθηκε πολιτικά από τις τελικές εκτιμήσεις που εξέφρασε ο Τζων Κέρι,
ο οποίος εν τέλει επέρριψε περισσότερες
ευθύνες στην Ισραηλινή πλευρά για την διακοπή των συνομιλιών[5].
Ωστόσο, η επίμονη άρνηση της Παλαιστινιακής Αρχής να
αναγνωρίσει το Ισραήλ ως "εβραϊκό κράτος"[6], έδωσε το
περιθώριο στους Ισραηλινούς να εκδηλώσουν έντονες επιφυλάξεις. Σε αντίθετη
περίπτωση όμως, εάν ο Πρόεδρος Αμπάς θα αναγνώριζε το Ισραήλ ως "εβραϊκό
κράτος" , τότε η Παλαιστινιακή Αρχή:
1) Θα έχανε εκ των προτέρων ένα πολύ ισχυρό μέσο
διαπραγμάτευσης : Την επιστροφή των παλαιστινίων προσφύγων – ζήτημα το οποίο εκτιμάται
πως θα χρησιμοποιηθεί ως "τελευταίο διαπραγματευτικό χαρτί" για να
επιτευχθούν σημαντικοί παλαιστινιακοί στόχοι (Ιερουσαλήμ, αποχώρηση εβραίων
εποίκων, καθορισμός συνόρων στις γραμμές του 1967)
2) Θα αναλάμβανε τεράστιο πολιτικό κόστος, κατηγορούμενος
από τους αντιπολιτευτικούς κύκλους εντός και εκτός Δυτικής Όχθης για εθνική
μειοδοσία, τη στιγμή μάλιστα που ακόμα ούτε τα σύνορα του παλαιστινιακού
κράτους, ούτε το ζήτημα της Ιερουσαλήμ δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο
ουσιαστικής διαπραγμάτευσης
3) Θα ετίθετο ζήτημα κατά πόσον η Παλαιστινιακή Αρχή υπό
την παρούσα ηγεσία της νομιμοποιείται δημοκρατικά να διαπραγματεύεται όχι μόνο επ'
ονόματι των πολιτών της στη Δυτική Όχθη ή των Παλαιστινίων που ζουν στη Γάζα
υπό την διοίκηση της Χαμάς, αλλά και επ' ονόματι της παλαιστινιακής διασποράς.