Σελίδες

4.11.15

Είκοσι χρόνια χωρίς τον Ραμπίν


* Δημοσιεύθηκε στην Huffington Post Greece στις 4.11.2015 

Με τη συμπλήρωση είκοσι χρόνων από τη δολοφονία του Ισραηλινού Πρωθυπουργού Γιτζάκ Ραμπίν, είναι πολύ δύσκολο κανείς να αποφύγει έναν απολογισμό.

Η μοιραία εκείνη λαϊκή συγκέντρωση συμπαράστασης στο κέντρο του Τελ Αβίβ υπέρ του Ραμπίν και της ειρηνευτικής διαδικασίας των συμφωνιών του Όσλο, σημάδεψε τη σύντομη ισραηλινή Ιστορία με το τραγικό της τέλος. Οι σφαίρες από το πιστόλι ενός νεαρού εβραίου, οπαδού της εθνικιστικής θρησκευτικής Δεξιάς, που σκότωσαν τον κεντροαριστερό Πρωθυπουργό, συνοψίζουν λακωνικά τον αέναο εσωτερικό πολιτικό ανταγωνισμό της ισραηλινής πολιτικής πραγματικότητας.




Από τη μια, οι υποστηρικτές της λύσης ‘Δύο Έθνη-Δύο Κράτη’. Από την άλλη, οι οπαδοί του ιδεώδους της ‘Ενιαίας Γης του Ισραήλ’. Μία διαμάχη-κληροδότημα του Πολέμου των Έξι Ημερών το 1967, όταν η Δυτική Όχθη του Ιορδάνη, η Λωρίδα της Γάζας, τα Υψώματα του Γκολάν και η Χερσόνησος του Σινά πενταπλασίασαν την ισραηλινή επικράτεια και εκ των πραγμάτων τέθηκε το ερώτημα ποια θα έπρεπε να είναι η καλύτερη διαχείριση των νέων εδαφών. Οι βασικές τάσεις που διαμορφώθηκαν ήταν δύο: Είτε η πλήρης προσάρτηση των κατεχομένων εδαφών – κάτι το οποίο έγινε με τα Υψώματα του Γκολάν στις αρχές της δεκαετίας του ’80-, είτε η πλήρης ή η εν μέρει επιστροφή τους - με αντάλλαγμα την ειρήνευση με τις γειτονικές αραβικές χώρες.

Το Σινά επεστράφη στην Αίγυπτο, με αντάλλαγμα τη σύσταση πλήρων διμερών διπλωματικών σχέσεων μεταξύ Ιερουσαλήμ και Καΐρου. Η Λωρίδα της Γάζας και η Δυτική Όχθη όμως, παρέμεναν μία ανοικτή πληγή όχι μόνο για τους Παλαιστινίους κατοίκους τους, αλλά και για την ίδια την ισραηλινή κοινωνία. Μία κοινωνία καθ’ όλα δυτική στα πρότυπά της, την καθημερινότητα της οποίας όμως καθόριζε καταλυτικά η ατυχής της γεωγραφία.

Παραμονές της δολοφονίας του Ραμπίν, την ισραηλινή επικαιρότητα απασχολούσαν η τύχη των εδαφών της Δυτικής Όχθης και της κυριαρχίας επί της Λωρίδας της Γάζας, το ζήτημα της αυτοδιάθεσης ή της ανεξαρτησίας των Παλαιστινίων, η διατήρηση ή μη των εβραϊκών οικισμών και ο ρόλος του ισραηλινού στρατού στις νεοσύστατες τότε περιοχές Α, Β και C – ζωγραφισμένες με ποικίλα χρώματα στους χάρτες που συνόδευαν τις συμφωνίες μίας ειρήνης μακρινής και αβέβαιης.

Παραμονές της δολοφονίας του Ραμπίν, η ισραηλινή κοινή γνώμη ταλανιζόταν από έναν νέο κύκλο αίματος, που είχε αρχίσει πριν καλά-καλά στεγνώσει το μελάνι των συμφωνιών του Όσλο. Ήταν όταν το 1994 και 1995 ακραίοι κύκλοι αμφοτέρων των πλευρών έκριναν πως οι πολιτικοί ηγέτες φαίνονταν πρόθυμοι να ξεγράψουν με μια μονοκονδυλιά χαμένες πατρίδες –παλιές ή λιγότερο παλιές-.

Τα ανοικτά θέματα που δίχαζαν την κοινή γνώμη του Ισραήλ, δεν διαφέρουν πολύ από τα σημερινά. Ούτε έπαψαν να την διχάζουν εξίσου. Η μετά-Όσλο εποχή που διανύουμε από το 1995 έως και σήμερα, ουσιαστικά δεν επέλυσε κανένα από τα ζητήματα που και τότε εκκρεμούσαν: Τα δυσδιάκριτα πλέον όρια των περιοχών Α, Β και C φαίνεται να περιπλέκουν παρά να απεμπλέκουν τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές. Η φοβική τάση έναντι μίας ειρηνευτικής διαδικασίας εκ μέρους της συντριπτικής μερίδας της ισραηλινής κοινής γνώμης από τη μία, συμπληρώνεται από τις ακραίες φωνές του ισλαμισμού αλλά και της αργής αλλά σταθερής πολιτικής αποδυνάμωσης της θέσης του Προέδρου της Παλαιστινιακής Αρχής, Μαχμούντ Αμπάς. Οι παλαιστινιακές επιθέσεις αυτοκτονίας πάνε χέρι-χέρι με την επιβολή ολοένα και αυστηρότερων μέτρων ισραηλινής στρατιωτικής καταστολής. Και ο απολογισμός των είκοσι χρόνων απουσίας ενός ηγέτη τολμηρού, με αποδεδειγμένη θέληση να διαπεράσει διαχωριστικές γραμμές με σκοπό την ειρηνική συνύπαρξη Ισραηλινών και Παλαιστινίων, καταλήγει μάλλον στο ίδιο κοινότυπο συμπέρασμα: Το πιο πιθανό σενάριο για την έκβαση της αραβοϊσραηλινής διένεξης είναι πάντοτε το όσο δυνατόν περισσότερο απαισιόδοξο.



24.8.15

Το τέλος της απομόνωσης του Ιράν. Η αλλαγή ρόλου ενός σημαντικού περιφερειακού παίκτη

Δημοσεύθηκε από την ελληνική ιστοσελίδα του περιοδικού Foreign Affairs
στις 24.08.2015


ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η προσέγγιση μεταξύ του Ιράν και της Δύσης με αφορμή την από κοινού αντιμετώπιση της εξάπλωσης του Ισλαμικού Κράτους στη Μέση Ανατολή, επισφραγίσθηκε με την υπογραφή της συμφωνίας για τους διεθνείς μηχανισμούς ελέγχου επί του αμφιλεγόμενου πυρηνικού προγράμματος της Τεχεράνης. Αρχιτέκτονας της νέας, δυτικότροπης, προοπτικής του Ιράν είναι η διακυβέρνηση Ομπάμα – στις επιλογές της οποίας καλούνται να εναρμονισθούν όχι μόνο οι μέχρι πρότινος σταθερές γραμμές της Ισλαμικής Επανάστασης, αλλά και οι παραδοσιακοί σύμμαχοι τόσο του Ιράν όσο και των ΗΠΑ στην κινούμενη άμμο της Μέσης Ανατολής.


Η υπογραφή συμφωνίας για τους μηχανισμούς ελέγχου του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν αποτέλεσε γεγονός-σταθμό για την εξωτερική του πολιτική και τη θέση του στη Μέση Ανατολή. Καταλυτικό ρόλο για την βαθμιαία επαναπροσέγγιση μεταξύ Ιράν και Δύσης έπαιξε η εξάπλωση του Ισλαμικού Κράτους στο Ιράκ και στη Συρία, κινητοποιώντας την ιρανική στρατιωτική μηχανή προκειμένου να ανακόψει τετελεσμένα που θα απειλούσαν τη σταθερότητα στη μεθόριο με το Ιράκ αφ’ ενός. Η Τεχεράνη, συνεπής στη συμμαχία της με το καθεστώς Άσαντ, έσπευσε να αποκηρύξει τις ένοπλες επιχειρήσεις των Τζιχαντιστών και ενίσχυσε έμπρακτα τον τακτικό συριακό στρατό με κατάλληλη υλικοτεχνική υποδομή, ανακόπτοντας αποτελεσματικά την τζιχαντιστική προέλαση προς τις δυτικές συριακές επαρχίες. Παράλληλα, ιρανικές στρατιωτικές δυνάμεις συντάχθηκαν με τις δυνάμεις της εξασθενημένης κεντρικής κυβέρνησης του Ιράκ, καταφέρνοντας να ελέγξει κωμοπόλεις που είχαν περιέλθει στους Τζιχαντιστές. Επιπροσθέτως όμως, οι ως άνω στρατηγικές επιλογές ήταν πλήρως εναρμονισμένες με τα συμφέροντα της Δύσης, η οποία δεν επιθυμεί το Ισλαμικό Κράτος να δρα ανεξέλεγκτα, αναιρώντας την έννοια των μεσανατολικών συνόρων και των υφιστάμενων πλουτοπαραγωγικών ισορροπιών.

Αναλαμβάνοντας αυτές τις δραστικές στρατιωτικές πρωτοβουλίες, ήδη από το φθινόπωρο του 2014 η Τεχεράνη άφηνε να διαφανεί με σαφήνεια η πρόθεσή της να ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο στις σχέσεις της με τη Δύση και να βγει από την διπλωματική της απομόνωση. Η δυτική θετική ανταπόκριση δεν άργησε να εκδηλωθεί, προσδίδοντας θετική δυναμική στις μέχρι τότε άκαρπες διαπραγματεύσεις για το μέλλον του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος.

Από ιρανικής πλευράς γινόταν φανερό πως οι αντιδυτικές εμμονές του παρελθόντος επαναξιολογούνταν. Ενδεικτική της νέας αυτής θεώρησης ήταν η εντυπωσιακή σιωπηρή συγκατάβασης της Τεχεράνης ως προς τη σύσταση μόνιμης στρατιωτικής βάσης της Βρετανίας στο γειτονικό Μπαχρέιν, τον Δεκέμβριο του 2014. Τα ιρανικά ΜΜΕ δεν έθιξαν καθόλου το γεγονός ότι αυτή η εξέλιξη ενισχύει το Μπαχρέιν, τη σουνιτική ηγεσία του οποίου το Ιράν ανέκαθεν κατηγορούσε ότι παραβιάζει συστηματικά τα ανθρώπινα δικαιώματα της σιιτικής/περσόφωνης πλειοψηφίας της χώρας και ότι αποτελεί ένα από τα ‘απομεινάρια της βρετανικής αποικιοκρατίας στον Περσικό Κόλπο’.  


Μπροστά στον αποσταθεροποιητικό παράγοντα του Ισλαμικού Κράτους, το σιιτικό Ιράν και η Δύση βρήκαν για πρώτη φορά κοινό πεδίο συνεργασίας. Τεχεράνη και Ουάσινγκτον φρόντισαν να αδράξουν αυτήν την ευκαιρία, ώστε να λάβουν τέλος οι αντιπαραθέσεις περί του αμφιλεγόμενου πυρηνικού της προγράμματος. Ύστερα από ψυχρότητα δεκαετιών, οι διαπραγματεύσεις που διεξάγονταν στη Βιέννη μεταξύ του Ιράν και των υπόλοιπων πυρηνικών δυνάμεων καθ’ όλη τη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου του 2015, έδειχναν πως μία συμφωνία ήταν πια εφικτή. Ωστόσο, το Ιράν ήταν εξίσου σαφές ότι δεν ήταν διατεθειμένο να αναιρέσει τα κεκτημένα του σε περιφερειακό επίπεδο – κεκτημένα που απέκτησε με μεγάλο πολιτικό και οικονομικό κόστος καθ’ όλη τη διάρκεια της διπλωματικής του απομόνωσης από το 1979 έως σήμερα.

3.8.15

Ο Ναρέντρα Μόντι και το Μπανγκλαντές. Η ιστορική και η σύγχρονη περιφερειακή πολιτική της Ινδίας

Δημοσιεύθηκε από την ελληνική ιστοσελίδα του περιοδικού Foreign Affairs
στις 03.08.2015

ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Μία μοιραία παρτίδα σκάκι μεταξύ των Μαχαραγιάδων των πόλεων Κουτς-Μπεχάρ και Ρανγκπούρ το 1711 δημιούργησε ένα από τα πιο δυσεπίλυτα ζητήματα εδαφικής κρατικής κυριαρχίας σε παγκόσμιο επίπεδο. Ένα πρόβλημα διάρκειας τριών ολόκληρων αιώνων, που βρήκε την οριστική του λύση το καλοκαίρι του 2015.  
Η διμερής συμφωνία που υπεγράφη στις 7 Μαΐου 2015 μεταξύ της Ινδίας και του Μπανγκλαντές σήμανε το πλήρωμα του χρόνου, τη στιγμή μάλιστα που ο Ινδός Πρωθυπουργός Ναρέντρα Μόντι ενισχύει ολοένα και περισσότερο τη θέση της χώρας του στην ευρύτερη περιοχή της Ινδικής Χερσονήσου.


Η 31η Ιουλίου 2015 θα παραμείνει στην Ιστορία της Ινδίας και του Μπανγκλαντές, ως η ημέρα επίλυσης μίας από τις πιο περίπλοκες και μακροχρόνιες διασυνοριακές διαφορές όχι μόνο σε περιφερειακό αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο.
Ύστερα από εντατικές διαπραγματεύσεις που διήρκησαν λίγους μόνο μήνες, η Ινδία και το Μπανγκλαντές υπέγραψαν στις 7 Μαΐου 2015 διμερή συμφωνία, με την οποία καθόρισαν τα κοινά τους χερσαία σύνορα στη μεθόριο του βορειοδυτικού Μπανγκλαντές, δίνοντας οριστικό τέλος σε μία εκκρεμότητα που από το έτος 1711 δεν έβρισκε λύση.
  
Έτσι, από τα μεσάνυχτα της 31.7.2015, η Ινδία ενσωμάτωσε στο έδαφός της 51 διάσπαρτους μικροσκοπικούς θύλακες που τελούσαν υπό την κυριαρχία του Μπανγκλαντές, αλλά βρίσκονταν εντός της ινδικής επικράτειας, συνολικής εκτάσεως 280 στρεμμάτων. Αντίστοιχα, την ίδια ακριβώς στιγμή 111 ινδικοί θύλακες εντός του μπανγκλαντεσιανού εδάφους, συνολικής εκτάσεως 700 στρεμμάτων, περιήλθαν υπό την πλήρη εδαφική κυριαρχία του Μπανγκλαντές.


Ένα ‘Αρχιπέλαγος’ από 161 θύλακες

Όσο απίστευτο και αν ακούγεται, ο σχηματισμός αυτών των 160 θυλάκων ήταν το αποτέλεσμα ενός στοιχήματος σε μία παρτίδα σκάκι μεταξύ του Μαχαραγιά της πόλης Κουτς-Μπεχάρ  και του Μαχαραγιά της πόλης Ρανγκπούρ, στην ευρύτερη περιοχή της Δυτικής Βεγγάλης. Με το πέρας της παρτίδας, η εφαρμογή επί χάρτου του στοιχήματος –που δεν ήταν άλλο παρά η παράδοση εδαφών από τον έναν τοπικό ηγέτη προς τον άλλον!-  προκάλεσε ένοπλες συγκρούσεις. Το 1711 υπεγράφη σχετική συνθήκη κατάπαυσης του πυρός, η οποία όμως δεν όρισε επακριβώς ποιο θα ήταν το καθεστώς κυριαρχίας επί των διαφιλονικούμενων θυλάκων. Η εδαφική διαφορά παρέμενε άλυτη επί δεκαετίες, με αποτέλεσμα, ακόμα και οι Βρετανοί, μη θέλοντας να θίξουν τα κακώς κείμενα, απέφυγαν να την επιλύσουν. Άλλωστε τότε, δεν υφίστατο καν ζήτημα διακριτής κρατικής κυριαρχίας επί των συγκεκριμένων περιοχών, μιας και όλη η Δυτική Βεγγάλη αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα της αχανούς βρετανικής αποικίας της Ινδίας.

Φυλάκιο ελέγχου μεταξύ ινδικού και μπανγκλαντεσιανού θύλακα

Ωστόσο, με την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του Μπανγκλαντές το 1971, το ζήτημα της κρατικής κυριαρχίας επί των 160 θυλάκων επικαιροποιήθηκε. Η πόλη Ρανγκπούρ περιήλθε στον έλεγχο της κυβέρνησης της Ντάκα, ενώ η πόλη Κουτς-Μπεχάρ παρέμεινε υπό ινδική κυριαρχία ως πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας της Ινδικής Ομόσπονδης Πολιτείας της Δυτικής Βεγγάλης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η –κυριολεκτικά- προαιώνια εδαφική εκκρεμότητα των θυλάκων των πάλαι ποτε Μαχαραγιάδων της Κουτς-Μπεχάρ και της Ρανγκπούρ να κληροδοτηθεί στις κυβερνήσεις του Νέου Δελχί και της Ντάκα, αντίστοιχα.

Το 1974 έγινε το πρώτο βήμα διευθέτησης της κατάστασης, με την Ίντιρα Γκάντι και τον Πρόεδρο του Μπανγκλαντές Σεΐχη Μουτζιπούρ Ραχμάν να καθορίζουν με διακρατική συμφωνία τους όρους ασφαλούς διόδου που θα συνέδεε το Μπανγκλαντές με τους θύλακές του που βρίσκονταν εντός της Ινδίας, και αντιστρόφως. Ωστόσο, η συμφωνία εκείνη, αν και επικυρώθηκε αμέσως από το κοινοβούλιο του Μπανγκλαντές, στην Ινδία δεν συνέβη το ίδιο εξ αιτίας έντονων αντιδράσεων της εθνικιστικής αντιπολίτευσης. Η ατολμία της Ίντιρα Γκάντι -που δεν ήταν διατεθειμένη ενδεχομένως να απολογηθεί ως προς το πόσο πατριωτική θα ήταν μια εδαφική διευθέτηση με αντισυμβαλλομένους ‘τους αποσχιστές της Ντάκα’- άφησε να παγιωθεί ένα ιδιότυπα συμπεφωνημένο «κενό κρατικής εξουσίας» στη μεθόριο μεταξύ της Ινδικής Ομόσπονδης Πολιτείας της Δυτικής Βεγγάλης με τις βορειοδυτικές επαρχίες του Μπανγκλαντές.

8.5.15

Η αραβική ψήφος στο Ισραήλ: Από τα «κόμματα-δορυφόρους» της δεκαετίας του ’50 στον Ενιαίο Αραβικό Συνδυασμό του 2015

Δημοσιεύθηκε από το Κυπριακό Κέντρο Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων
Πανεπιστήμιο Λευκωσίας

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η έκπληξη των πρόσφατων βουλευτικών εκλογών στο Ισραήλ, της 17ης  Μαρτίου 2015 ήταν η θεαματική διάψευση όλων ανεξαιρέτως των δημοσκοπήσεων, που έφεραν το κεντροδεξιό κόμμα Λικούντ και τον Benjamin Netanyahu να χάνουν την εξουσία.

Ωστόσο, οι ίδιες ακριβώς δημοσκοπήσεις επιβεβαιώθηκαν με ακρίβεια κατανομής βουλευτικών εδρών  ως προς την εκλογική δύναμη του πρώτου στην κοινοβουλευτική Ιστορίας της χώρας ενιαίου αραβικού κομματικού σχηματισμού. Ο «Ενιαίος Αραβικός Συνδυασμός» αναδείχθηκε τρίτη δύναμη στο ισραηλινό κοινοβούλιο, καταλαμβάνοντας 13 από τις συνολικά 120 έδρες της Κνέσετ και 10,61% των εγκύρων ψηφοδελτίων.[1]

Ο Ενιαίος Αραβικός Συνδυασμός συσπείρωσε πέντε κόμματα, τα οποία, παρά τις διαφορετικές πολιτικές και ιδεολογικές τους καταβολές και κατευθύνσεις, τόνισαν την μοναδική αλλά πολύ βασική κοινή τους συνισταμένη: το εθνοτικό τους υπόβαθρο.

Στο παρόν κείμενο εξετάζονται οι ιδεολογικές καταβολές και η κοινοβουλευτική διαδρομή των κομμάτων Hadash, Balad, Raam, Taal και Mada , τα οποία, παραμονές των βουλευτικών εκλογών της 17ης Μαρτίου 2015,  σχημάτισαν τον «Ενιαίο Αραβικό Συνδυασμό».

Εκτίθενται επίσης οι προκλήσεις που καλούνται να αντιμετωπισθούν από τον νεοσυσταθέντα αραβικό κομματικό φορέα, στα πλαίσια του ισραηλινού πολιτικού συστήματος.

Ο ηγέτης του Ενιαίου Αραβικού Κόμματος, Άιμαν Ούντε


Η πρώιμη αραβική παρουσία στο ισραηλινό κοινοβούλιο
(1949 – 1977)
Οι πρώτες κοινοβουλευτικές εκλογές στο Ισραήλ πραγματοποιήθηκαν στις 25 Ιανουαρίου 1949, όταν η πρώτη («Προσωρινή») Κυβέρνηση υπό την πρωθυπουργία του Δαυίδ Μπεν-Γκουριόν ήθελε να στείλει σαφή μηνύματα στη Δύση και κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες και στη Βρετανία, ότι το νεοσυσταθέν εβραϊκό κράτος προσανατολιζόταν στα δυτικά κοινοβουλευτικά πρότυπα. Η απόφαση αυτή ελήφθη για να τονισθεί η αρχή του τέλους μίας σύντομης περιόδου προσέγγισης του Ισραήλ με τη Σοβιετική Ένωση και τις ανατολικοευρωπαϊκές Λαϊκές Δημοκρατίες, οι οποίες κατά τη διάρκεια του Α’ Αραβοϊσραηλινού Πολέμου (1947-1949) είχαν παράσχει στρατιωτική και διπλωματική στήριξη. 

Η ισραηλινή εκλογική νομοθεσία ήταν ιδιαίτερα προσεκτική ως προς τα πολιτικά δικαιώματα των αράβων πολιτών του νεοσύστατου κράτους. Τη στιγμή κατά την οποία η  ηγεσία του Δαυίδ Μπεν-Γκουριόν  επιθυμούσε να αποδείξει στη Δύση ότι σέβεται τις αρχές της δημοκρατίας και της ισονομίας ως προς όλους ανεξαιρέτως τους πολίτες του εβραϊκού κράτους, ο συμπαγής αραβικός πληθυσμός εντός της επικράτειάς του δεν ήταν δυνατόν να αγνοηθεί. Άλλωστε οι διεθνείς επικρίσεις ήταν ισχυρές, με το ζήτημα των παλαιστινίων προσφύγων να απασχολεί έντονα τη Διεθνή Κοινότητα.
Από την άλλη πλευρά, το ιδεολογικό υπόβαθρο της συντριπτικής πλειοψηφίας των εβραϊκών πολιτικών κομμάτων ήταν άρρηκτα συνδεδεμένο με το σιωνιστικό κίνημα. Με έντονο τον απόηχο του Α’ Αραβοϊσραηλινού Πολέμου («Πόλεμος της Ανεξαρτησίας» κατά την ισραηλινή ιστοριογραφία), ο πολιτικός λόγος των εβραϊκών κομμάτων δεν άφηνε περιθώρια για ανοίγματα προς τους ψηφοφόρους με αραβική καταγωγή. Υπ’ αυτό το κλίμα, δεν ήταν ανεξήγητο ότι τόσο το κυρίαρχο κεντροαριστερό κόμμα Mapai[2] του Δαυίδ Μπεν-Γκουριόν, όσο και το δεύτερο μεγαλύτερο κόμμα της αριστερής αντιπολίτευσης Mapam,[3] δεν περιλάμβαναν στα μητρώα των μελών τους πολίτες αραβικής καταγωγής. Από την άλλη,  ήταν ξεκάθαρη η πολιτική βούληση να μην απομονωθεί το αραβικό στοιχείο από τις δημοκρατικές διαδικασίες, πλην όμως ήταν εξίσου ξεκάθαρο ότι το σιωνιστικό κίνημα δεν είχε τη δυνατότητα να αγγίξει τους άραβες πολίτες της χώρας. Οι πολεμικές συγκρούσεις μεταξύ του ισραηλινού στρατού και των γειτονικών αραβικών κρατών ήταν πολύ πρόσφατες, ως επίσης και η προσφυγοποίηση χιλιάδων αράβων κατοίκων. Αυτά τα δεδομένα προβλημάτιζαν τα κομματικά επιτελεία των εβραϊκών κομμάτων ως προς την ανεύρεση του καταλληλότερου τρόπου προσέγγισης του αραβικού στοιχείου της χώρας με σκοπό τη συμμετοχή τους στο ισραηλινό πολιτικό σύστημα, το οποίο τότε πραγματοποιούσε τα πρώτα του βήματα.

Τα αραβικά ‘κόμματα - δορυφόροι’ (1949 – 1981)
Επίκεντρο της αραβικής ψήφου ήταν η περιφέρεια της Δυτικής Γαλιλαίας, στο Βόρειο Ισραήλ, και ειδικότερα η Ναζαρέτ, το μεγαλύτερο αμιγώς αραβικό αστικό κέντρο που βρισκόταν υπό ισραηλινή κρατική κυριαρχία. Επόμενο ήταν οι πολιτικές ζυμώσεις στον ευρύτερο αραβικό πληθυσμό να συνδέονται άρρηκτα με τους κοινωνικούς συσχετισμούς της τοπικής κοινωνίας της πόλης κατά τη δεδομένη συγκυρία.
Η ισραηλινή πολιτική ηγεσία της εποχής εκείνης επέλυσε το ζήτημα της αραβικής συμμετοχής στις πρώτες ισραηλινές κοινοβουλευτικές εκλογές της 25.1.1949 με τη σύσταση αυτοδύναμων αραβικών ‘κομμάτων-δορυφόρων’. Επρόκειτο περί αραβικών κομματικών σχηματισμών που θα κατέρχονταν αυτόνομα στις εκλογές και εφόσον θα εξέλεγαν βουλευτή, θα στήριζαν το εβραϊκό κόμμα εξουσίας με το οποίο θα συνδέονταν. Έτσι το κυβερνών κεντροαριστερό κόμμα Mapai του Δαυίδ Μπεν-Γκουριόν συνέστησε και στήριξε το πρώτο αραβικό κόμμα-δορυφόρο στην κοινοβουλευτική Ιστορία της χώρας, τον «Δημοκρατικό Συνδυασμό της Ναζαρέτ».[4] Το αριστερό κόμμα Mapam της αντιπολίτευσης ακολούθησε το παράδειγμα του Mapai και στις ίδιες εκλογές σύστησε και στήριξε το δικό του αραβικό ‘κόμμα-δορυφόρο’, τον «Λαϊκό Αραβικό Σύνδεσμο».[5]

8.2.15

Το Ισραήλ στις κάλπες : Οι βουλευτικές εκλογές της 17ης Μαρτίου 2015 και τα κύρια ζητήματα που τίθενται ενώπιον του εκλογικού σώματος της χώρας


Δημοσιεύθηκε από το Κυπριακό Κέντρο Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων




Το συμπέρασμα ότι ‘κάθε εκλογική αναμέτρηση στο Ισραήλ είναι κρίσιμη’ δεν αποτελεί ούτε υπερβολή ούτε σχήμα λόγου. Τα συνεχώς αναφυόμενα προβλήματα ασφάλειας, η στασιμότητα της ειρηνευτικής διαδικασίας για την επίλυση του Παλαιστινιακού ζητήματος, το συγκρουσιακό κλίμα που επικρατεί όχι μόνο στα σύνορα της χώρας αλλά και στο εσωτερικό της ισραηλινής κοινωνίας μεταξύ του εβραϊκού και του αραβικού στοιχείου, σε συνδυασμό με την εξαιρετικά ασταθή περιφερειακή πραγματικότητα – καθιστούν κάθε εκλογική αναμέτρηση στο Ισραήλ ‘μοιραία’,  όχι μόνο για την ίδια τη χώρα, αλλά και για την ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής. Οι επερχόμενες ισραηλινές βουλευτικές εκλογές της 17ης Μαρτίου 2015, δεν αποτελούν εξαίρεση στον κανόνα.


Η αύξηση του εκλογικού πλαφόν και το ενιαίο αραβικό κόμμα

Από τις αρχές Δεκεμβρίου 2014 έως και σήμερα, η χώρα βρίσκεται σε μία παρατεταμένη προεκλογική περίοδο, κατά την οποία έχουν σημειωθεί πολλαπλές μεταβολές στο έως τώρα υφιστάμενο κομματικό τοπίο. Καταλυτικός παράγοντας είναι η μεταβολή του εκλογικού μέτρου, που προώθησε ο κυβερνητικός συνασπισμός κατά την προηγούμενη κοινοβουλευτική περίοδο. Σε μια χώρα που επί σειρά δεκαετιών ισχύει το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής με ενιαία περιφέρεια και με κομματικές λίστες που καθορίζονταν ως επί το πλείστον με εσωκομματικές εκλογές, και με αυτονόητη στη συνείδηση του εκλογικού σώματος την πολυκομματική σύνθεση του κοινοβουλίου, η πρόσφατη δραστική αύξηση του εκλογικού πλαφόν για την είσοδο των κομμάτων στο κοινοβούλιο στο 3.25% καθορίζει αποφασιστικά την πορεία του ισραηλινού πολιτικού συστήματος εν γένει - ένα σύστημα που εν πολλοίς βασιζόταν στην κοινοβουλευτική κομματική πολυφωνία. 

Είναι χαρακτηριστικό ότι από το 1949 έως και το 1991 το εκλογικό πλαφόν ανερχόταν μόλις στο 1%. Από το 1992 έως το 2003 ανήλθε στο 1,5%, και από το 2004 έως και τις προηγούμενες εκλογές του Ιανουαρίου του 2013 οριζόταν στο 2% - ποσοστά που σε σύγκριση με άλλες χώρες της Δύσης είναι εξαιρετικά χαμηλά. Πρακτικά, η υιοθέτηση του νέου εκλογικού πλαφόν της τάξεως 3,25% σημαίνει ότι κανένα πολιτικό κόμμα δεν μπορεί να έχει κοινοβουλευτική εκπροσώπηση στην 120μελή Κνέσετ εάν δεν έχει εξασφαλίσει προηγουμένως 4 έδρες (που αντιστοιχούν σε περίπου 200.000 ψήφους). Εάν σκεφτεί κανείς ότι, σύμφωνα με τα έως τώρα δεδομένα, ένα κόμμα 5 εδρών θεωρείτο ‘μεσαίας δυναμικότητας’, τη στιγμή που τα κόμματα εξουσίας κυμαίνοντας μεταξύ των 20 και 30 εδρών, γίνεται αντιληπτός ο λόγος που οδήγησαν πολλά κόμματα και πολιτικές προσωπικότητες της χώρας να αναθεωρήσουν τη θέση τους και να προχωρήσουν σε δραστικές επιλογές κομματικής συμπόρευσης.


Με βάση το νέο εκλογικό πλαφόν αλλά και τις αλλεπάλληλες δημοσκοπήσεις που γεμίζουν τον τηλεοπτικό χρόνο κατά το τελευταίο δίμηνο, προκύπτει το συμπέρασμα ότι το Ισραήλ, αργά αλλά σταθερά, αρχίζει να εμπεδώνει την έννοια του διπολικού/δικομματικού συστήματος, που ισχύει στις περισσότερες δυτικές κοινοβουλευτικές δημοκρατίες : Οι πολιτικές γραμμές καθίστανται περισσότερο διακριτές μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς, με κύριους πόλους αφ’ ενός το κεντροδεξιό νεοφιλελεύθερο Λικούντ υπό τον Μπινιαμίν Νετανιάχου, και αφ’ ετέρου την νεοσυσταθείσα «Σιωνιστική Παράταξη» υπό τον Ιτσχάκ Χέρτσογκ και τη Τσίπι Λίβνι, που ηγούνται του Κόμματος των Εργατικών και του κόμματος ‘Τνουά’ αντίστοιχα.

Η αύξηση του εκλογικού πλαφόν στόχευε αφ’ ενός στη μείωση της επιρροής των μικρών κομμάτων στις εξαιρετικά βραχύβιες κυβερνήσεις συνασπισμού, αφ’ ετέρου θα έδινε τη δυνατότητα να σχηματίζονται ισχυρές κυβερνήσεις με λιγότερους κομματικούς εταίρους. Ωστόσο αυτή η αλλαγή ερμηνεύθηκε ευρέως ως προσπάθεια παρεμπόδισης των μικρών αραβικών κομμάτων να εκπροσωπούνται στο κοινοβούλιο. Το βασικό αντεπιχείρημα που είχε προβληθεί από την εξωκυβερνητική αντιπολίτευση βασιζόταν στο εξής δεδομένο : Κανένα αραβικό πολιτικό κόμμα δεν συμμετείχε –ούτε είχε την πρόθεση να συμμετέχει- σε ισραηλινή κυβέρνηση συνασπισμού. Ως εκ τούτου, καμία ισραηλινή κυβέρνηση δεν διαλύθηκε πρόωρα επειδή κάποιο από τα αραβικά κόμματα ήρε την εμπιστοσύνη του προς αυτήν. Αντιθέτως μάλιστα, ανατρέχοντας στο πρόσφατο παρελθόν διαπιστώνεται εύκολα ότι η εκάστοτε πρόωρη προσφυγή στις κάλπες οφειλόταν ως επί το πλείστον στα μεγάλα κόμματα εξουσίας και όχι στα μικρά. 

Ανεξαρτήτως από την ορθότητα ή μη των επιχειρημάτων και των αντεπιχειρημάτων, η πρώτη εφαρμογή του αυξημένου εκλογικού πλαφόν αναμένεται στις εκλογές της 17ης Μαρτίου. Το βασικότερο δεδομένο που θα προκύψει για πρώτη φορά στη σύντομη ισραηλινή κοινοβουλευτική Ιστορία είναι, ότι όλα τα μικρά αραβικά κόμματα συμμετέχουν στις εκλογές αυτές υπό έναν ενιαίο κομματικό φορέα, φιλοδοξώντας να συσπειρώσουν για πρώτη φορά την ψήφο των ισραηλινών πολιτών αραβικής καταγωγής.