Δημοσεύθηκε από την ελληνική ιστοσελίδα του περιοδικού Foreign Affairs
στις 24.08.2015
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η προσέγγιση μεταξύ του Ιράν
και της Δύσης με αφορμή την από κοινού αντιμετώπιση της εξάπλωσης του Ισλαμικού
Κράτους στη Μέση Ανατολή, επισφραγίσθηκε με την υπογραφή της συμφωνίας για τους
διεθνείς μηχανισμούς ελέγχου επί του αμφιλεγόμενου πυρηνικού προγράμματος της
Τεχεράνης. Αρχιτέκτονας της νέας, δυτικότροπης, προοπτικής του Ιράν είναι η
διακυβέρνηση Ομπάμα – στις επιλογές της οποίας καλούνται να εναρμονισθούν όχι
μόνο οι μέχρι πρότινος σταθερές γραμμές της Ισλαμικής Επανάστασης, αλλά και οι
παραδοσιακοί σύμμαχοι τόσο του Ιράν όσο και των ΗΠΑ στην κινούμενη άμμο της
Μέσης Ανατολής.
Η υπογραφή συμφωνίας για τους
μηχανισμούς ελέγχου του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν αποτέλεσε
γεγονός-σταθμό για την εξωτερική του πολιτική και τη θέση του στη Μέση Ανατολή.
Καταλυτικό ρόλο για την βαθμιαία επαναπροσέγγιση μεταξύ Ιράν και Δύσης έπαιξε η
εξάπλωση του Ισλαμικού Κράτους στο Ιράκ και στη Συρία, κινητοποιώντας την ιρανική στρατιωτική μηχανή προκειμένου να ανακόψει
τετελεσμένα που θα απειλούσαν τη σταθερότητα στη μεθόριο με το Ιράκ αφ’ ενός.
Η Τεχεράνη, συνεπής στη συμμαχία της με το καθεστώς Άσαντ, έσπευσε να
αποκηρύξει τις ένοπλες επιχειρήσεις των Τζιχαντιστών και ενίσχυσε έμπρακτα τον
τακτικό συριακό στρατό με κατάλληλη υλικοτεχνική υποδομή, ανακόπτοντας
αποτελεσματικά την τζιχαντιστική προέλαση προς τις δυτικές συριακές επαρχίες.
Παράλληλα, ιρανικές στρατιωτικές δυνάμεις συντάχθηκαν με τις δυνάμεις της εξασθενημένης
κεντρικής κυβέρνησης του Ιράκ, καταφέρνοντας να ελέγξει κωμοπόλεις που είχαν
περιέλθει στους Τζιχαντιστές. Επιπροσθέτως όμως, οι ως άνω στρατηγικές επιλογές
ήταν πλήρως εναρμονισμένες με τα συμφέροντα της Δύσης, η οποία δεν επιθυμεί το
Ισλαμικό Κράτος να δρα ανεξέλεγκτα, αναιρώντας την έννοια των μεσανατολικών
συνόρων και των υφιστάμενων πλουτοπαραγωγικών ισορροπιών.
Αναλαμβάνοντας αυτές τις
δραστικές στρατιωτικές πρωτοβουλίες, ήδη από το φθινόπωρο του 2014 η Τεχεράνη
άφηνε να διαφανεί με σαφήνεια η πρόθεσή της να ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο στις
σχέσεις της με τη Δύση και να βγει από την διπλωματική της απομόνωση. Η δυτική
θετική ανταπόκριση δεν άργησε να εκδηλωθεί, προσδίδοντας θετική δυναμική στις μέχρι
τότε άκαρπες διαπραγματεύσεις για το μέλλον του ιρανικού πυρηνικού
προγράμματος.
Από ιρανικής πλευράς γινόταν
φανερό πως οι αντιδυτικές εμμονές του παρελθόντος επαναξιολογούνταν. Ενδεικτική
της νέας αυτής θεώρησης ήταν η εντυπωσιακή σιωπηρή συγκατάβασης της Τεχεράνης
ως προς τη σύσταση μόνιμης στρατιωτικής βάσης της Βρετανίας στο γειτονικό
Μπαχρέιν, τον Δεκέμβριο του 2014. Τα ιρανικά ΜΜΕ δεν έθιξαν καθόλου το γεγονός
ότι αυτή η εξέλιξη ενισχύει το Μπαχρέιν, τη σουνιτική ηγεσία του οποίου το Ιράν
ανέκαθεν κατηγορούσε ότι παραβιάζει συστηματικά τα ανθρώπινα δικαιώματα της
σιιτικής/περσόφωνης πλειοψηφίας της χώρας και ότι αποτελεί ένα από τα
‘απομεινάρια της βρετανικής αποικιοκρατίας στον Περσικό Κόλπο’.
Μπροστά στον αποσταθεροποιητικό
παράγοντα του Ισλαμικού Κράτους, το σιιτικό Ιράν και η Δύση βρήκαν για πρώτη
φορά κοινό πεδίο συνεργασίας. Τεχεράνη και Ουάσινγκτον φρόντισαν να αδράξουν
αυτήν την ευκαιρία, ώστε να λάβουν τέλος οι αντιπαραθέσεις περί του
αμφιλεγόμενου πυρηνικού της προγράμματος. Ύστερα από ψυχρότητα δεκαετιών, οι
διαπραγματεύσεις που διεξάγονταν στη Βιέννη μεταξύ του Ιράν και των υπόλοιπων
πυρηνικών δυνάμεων καθ’ όλη τη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου του 2015, έδειχναν
πως μία συμφωνία ήταν πια εφικτή. Ωστόσο, το Ιράν ήταν εξίσου σαφές ότι δεν
ήταν διατεθειμένο να αναιρέσει τα κεκτημένα του σε περιφερειακό επίπεδο –
κεκτημένα που απέκτησε με μεγάλο πολιτικό και οικονομικό κόστος καθ’ όλη τη
διάρκεια της διπλωματικής του απομόνωσης από το 1979 έως σήμερα.