Δημοσιεύθηκε από το ΚΕΜΜΙΣ (Κέντρο Μεσογειακών Μεσανατολικών Ισλαμικών Σπουδών) την 27.03.2014
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Εν αναμονή των αποτελεσμάτων της αμερικανικής
μεσολαβητικής προσπάθειας για την συνέχιση των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων
μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστινιακής Αρχής, η Ισραηλινή επικαιρότητα το τελευταίο
χρονικό διάστημα απασχολήθηκε έντονα από
τις πολιτειακές και νομοθετικές αλλαγές που προώθησε η κυβέρνηση συνασπισμού
υπό τον Μπενιαμίν Νετανιάχου.
Οι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες πολιτικές εξελίξεις που
σημειώθηκαν από το καλοκαίρι του 2013 έως και την άνοιξη του 2014, κατέδειξαν
ξεκάθαρα όλο το φάσμα των κομματικών διαφορών και των ιδεολογικών συσχετισμών
στο σημερινό Ισραήλ, επικαιροποιώντας και πάλι ποικίλους προβληματισμούς περί
των πολιτειακών κανόνων που διέπουν το πολιτικό σύστημα της χώρας.
Αφορμή στάθηκαν τρία σημαντικά νομοθετήματα, η διαδικασία
ψήφισης των οποίων περαιώθηκε από την Κνέσετ τη δεύτερη εβδομάδα του Μαρτίου
2014.
Ο αναθεωρημένος 'Θεμελιώδης Νόμος περί Διακυβέρνησης', ο
'Θεμελιώδης Νόμος περί Δημοψηφίσματος' και ο 'Νόμος περί Στρατεύσεως των
Μαθητών των Εβραϊκών Θρησκευτικών Σχολών' άφησαν έντονα το στίγμα τους στον Ισραηλινό
κοινοβουλευτικό βίο και έγιναν αφορμή να εκδηλωθούν ποικίλες ιδεολογικές και
κομματικές αντεγκλήσεις και συγκλήσεις –δίνοντάς
μας σαφή εικόνα περί της παρούσας πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας στο
σημερινό Ισραήλ.
ανοικοδόμηση του κτηρίου του Ισραηλινού κοινοβουλίου (Κνέσετ) στις αρχές της δεκαετίας του 1960 |
Η ειρηνευτική πρωτοβουλία υπό τον αμερικανό Υπουργό Εξωτερικών Τζων Κέρυ μέχρι σήμερα δεν απέδωσε καρπούς. Από την άλλη όμως, η καταλυτική επίδραση των αλλεπάλληλων συναντήσεών του με την ισραηλινή πολιτική ηγεσία ώθησαν την κυβέρνηση συνασπισμού του Μπενιαμίν Νετανιάχου το περασμένο καλοκαίρι να προβεί σε γρήγορες κινήσεις μετασχηματισμού των κανόνων του πολιτικού συστήματος της χώρας.
Χαρακτηριστική ήταν η βιασύνη με την οποία κατατέθηκαν
δύο σημαντικής πολιτειακής σημασίας νομοθετήματα -και μάλιστα την 31η
Ιουλίου 2013, τελευταία μόλις μέρα της τακτικής συνόδου του Ισραηλινού
Κοινοβουλίου-, που σκοπό είχαν, όπως επίσημα είχε ανακοινωθεί, να προετοιμασθεί
το ισραηλινό πολιτικό σύστημα να λάβει γενναίες αποφάσεις περί της εθνικής
κυριαρχίας[1], ενόψει
οριστικών λύσεων τόσο για το παλαιστινιακό όσο και για τον καθορισμό διεθνώς
αναγνωρισμένων συνόρων μεταξύ του Ισραήλ και του μελλοντικού Παλαιστινιακού Κράτους.
Στο πνεύμα αυτό εντάσσεται η δήλωση του Ισραηλινού Πρωθυπουργού στις 25.07.2013
ότι "Η ειρήνη με τους γείτονές μας προϋποθέτει ειρήνη μεταξύ μας και το
μέσον για να το καταφέρουμε αυτό είναι το δημοψήφισμα" ενώ την ίδια
ημέρα, το Γραφείο του Πρωθυπουργού, εξηγώντας τα αίτια της ταχείας
κοινοβουλευτικής διαδικασίας που επιλέχθηκε, είχε εκδώσει την εξής ανακοίνωση
προς τον Τύπο : "Ενόψει σημαντικών διπλωματικών εξελίξεων που οδηγούν
σε απευθείας διαπραγμάτευση με την Παλαιστινιακή Αρχή, η Κυβέρνηση θεωρεί
σημαντικό και επείγον, εκτός από τις συνομιλίες, να καταθέσει στο Κοινοβούλιο
προς ψήφιση Θεμελιώδη Νόμο που θα ορίζει την διενέργεια δημοψηφίσματος σε
περίπτωση συμφωνίας ή κυβερνητικής απόφασης περί απόσυρσης της νομικής,
δικανικής και διοικητικής κυριαρχίας επί εδαφών του Κράτους του Ισραήλ".[2]
Η Ισραηλινή κυβέρνηση συνασπισμού - που προήλθε μετά από
τις εκλογές της 22ας Ιανουαρίου 2013 και ύστερα από εξαιρετικά
επίπονες διαβουλεύσεις που διήρκησαν δύο περίπου μήνες μεταξύ των τεσσάρων
κομμάτων που την συναποτέλεσαν[3] - αποφάσισε
να προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα : Να αυξήσει το ποσοστιαίο πλαφόν που απαιτείται
για την είσοδο ενός κόμματος στο Ισραηλινό Κοινοβούλιο (Κνέσετ) προκειμένου να
καταστεί ευκολότερος ο σχηματισμός όσο το δυνατόν ισχυρότερων κυβερνήσεων –
ενόψει πάντα δραστικών αποφάσεων σε σχέση με την εξέλιξη των ειρηνευτικών
διαπραγματεύσεων. Έτσι, εκτός από την πρόταση νόμου για την διενέργεια
δημοψηφίσματος, η κυβέρνηση Νετανιάχου κατέθεσε και δεύτερη πρόταση περί
θέσπισης νέου 'Θεμελιώδους Νόμου περί Διακυβέρνησης', ο οποίος μεταξύ άλλων
προέβλεπε τον διπλασιασμό του εκλογικού πλαφόν εισόδου – από 2% σε 4%.
Οι συνταγματικής ισχύος Θεμελιώδεις Νόμοι 'περί
Διακυβέρνησης' και 'περί Δημοψηφίσματος' είχαν δύο κύριους σκοπούς : Αφ' ενός να καταστεί
δυνατός ο σχηματισμός σταθερών κυβερνήσεων , μειώνοντας τον αριθμό των κομμάτων
στο κοινοβούλιο δια της αύξησης του ποσοστιαίου εκλογικού πλαφόν εισαγωγής τους
στην Κνέσετ[4]
και αφ' ετέρου ο οριστικός καθορισμός των συνόρων του Ισραήλ με το μελλοντικό
Παλαιστινιακό Κράτος να εγκριθεί με δημοψήφισμα, σε περίπτωση κατά την οποία η
ειρηνευτική συμφωνία θα προβλέπει απόσυρση της ισραηλινής κυριαρχίας από εδάφη
πέραν της Δυτικής Όχθης[5], δίνοντας
τον τελευταίο λόγο – αλλά και την τελική ευθύνη- για την οριστική πολιτική λύση
του εθνικού ζητήματος στους ίδιους τους Ισραηλινούς ψηφοφόρους[6].
Η δριμεία κριτική που ασκήθηκε κυρίως κατά της αύξησης
του εκλογικού πλαφόν προήλθε πρωτίστως από τα μικρά αραβικά κόμματα[7], το μεσαίας
εκλογικής δυναμικότητας αριστερό κόμμα "Meretz" -το οποίο κατά τις τελευταίες εκλογές είχε αυξήσει σημαντικά τα
ποσοστά του και έβλεπε ότι με την νομοθετική αυτή μεταβολή θα έχανε στο μέλλον
το έδαφος που είχε κερδηθεί- αλλά και από τα μικρά εβραϊκά θρησκευτικά κόμματα
των Ασκεναζί-Υπερορθόδοξων Εβραίων , που δεν επιθυμούσαν να τεθούν, άμεσα ή
έμμεσα, υπό τον έλεγχο του μεγαλύτερου σε επιρροή και κυβερνητικό παρελθόν
κόμματος "Shas" των Σαφαραδιτών. Από την άλλη πλευρά, εντύπωση προκάλεσε η μάλλον
απαθής στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης του Κόμματος των Εργατικών σε
εκείνη την εξαιρετικά τεταμένη συνεδρίαση της Κνέσετ της 31ης
Ιουλίου 2013-.[8]
Οι έντονες εκδηλώσεις διαμαρτυρίας που εκτυλίχθηκαν στο
βήμα της Κνέσετ το βράδυ της 31ης Ιουλίου 2013 δεν απέτρεψαν την επί
της αρχής ψήφιση των δύο αυτών νομοσχεδίων από τους βουλευτές του κυβερνητικού
συνασπισμού. Την ίδια ημέρα ανακοινώθηκε από την κυβέρνηση ότι η εκ νέου
συζήτησή τους κατ' άρθρο και η τελική τους υιοθέτηση (ο Κανονισμός της Κνέσετ προβλέπει
συνολικά τρεις ψηφοφορίες για την περαίωση της νομοθετικής λειτουργίας) θα
πραγματοποιείτο τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς, δηλαδή με την έναρξη των
εργασιών της αμέσως επόμενης τακτικής κοινοβουλευτικής συνόδου. Οι κατά κοινή
ομολογία βεβιασμένες πολιτικές κινήσεις εικαζόταν ότι συνδέονταν με το δεδομένο
ότι οι διαπραγματεύσεις με την Παλαιστινιακή Αρχή θα κατέληγαν σε ουσιαστικά
αποτελέσματα "το πολύ εντός 9 μηνών", όπως διεκήρυττε τότε με
βεβαιότητα ο Αμερικανός Υπουργός Εξωτερικών[9]. Η
πραγματικότητα όμως, διέψευσε και συνεχίζει να διαψεύδει την αμερικανική
υπεραισιοδοξία.
Η στασιμότητα των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων με τους
Παλαιστινίους ως επίσης και τα θέματα που ανέκυψαν σχετικά με την προϋπόθεση που θέτουν οι Ισραηλινοί να δηλωθεί
από την Παλαιστινιακή Αρχή ότι αναγνωρίζει τον εβραϊκό χαρακτήρα του Κράτους
του Ισραήλ[10],
δεν ώθησαν την κυβέρνηση Νετανιάχου να βιασθεί και να επανυποβάλει προς ψήφιση
τα νομοσχέδια αυτά τον Νοέμβριο του 2013, όπως αρχικά είχε γίνει γνωστό.