Τα μεγάλο μακρύ τραπέζι του πρωινού είχε μόλις συγυριστεί και σαπουνιστεί.
Τα φλυτζάνια, τα πιάτα και τα μαχαιροπίρουνα είχαν μαζευτεί με σειρά σε έναν πάγκο παραδίπλα, ενώ δυο κοπέλες τα μάζευαν ανά στοίβες προς την κουζίνα.
Είχα ξυπνήσει αργά, μιας και δεν είχα συνηθίσει το δύσκολο ωράριο του μοναστηριού. Άλλωστε, είχα πάει για μία διανυκτέρευση όλη κι όλη - κι ο πρωτάρης πάντα έχει την κατανόηση των "παλιών".
"Τι να σου ετοιμάσω; Καφέ; Τσάι; Γάλα; Τι θες, πες μου πασά μου!"
Μια πολύ "σπιτική" παρουσία ελληνίδας μάνας, με βαριά βορειοελλαδίτικη προφορά.
Συμφωνήσαμε στον ελληνικό μέτριο "όπως τον κάνετε εσείς" , μιας και δεν ήξερα να δώσω περαιτέρω οδηγίες. Στο σπίτι μου έκανα φίλτρο, οπότε τι να εξηγώ..
"Θα είστε από τη Βόρειο Ελλάδα.." , άνοιξα την κουβέντα.
"Ναι! Από τη Μακεδονία! Πού το κατάλαβες; Φαίνεται;"
"Δεν φαίνεται! Ακούγεται!", γέλασα - γέλασε κι εκείνη κι έτσι κάπως έσπασε ο πάγος
"Και πώς βρεθήκατε εδώ; Μέσα στην έρημο, στην Ιεριχώ από δίπλα.. Πώς;"
Σιωπή. Σαν να ενοχλήθηκε.
"Δεν ξέρω.."
Συνέχισε να μαζεύει τα κουταλάκια και τα φλυτζάνια.
Δεν περίμενα αυτήν την απάντηση.
Πήγε στην κουζίνα και σε λίγο ξαναγύρισε.
"Και το σπίτι σας; Η δουλειά σας;
Θέλετε να γίνετε μοναχή;", τόλμησα να ρωτήσω.
"Το σπίτι μου το έκλεισα.
Κλείδωσα την πόρτα κι έφυγα.
Έκλεισα τα φώτα.
Πλήρωσα τα κοινόχρηστα.
Κι έφυγα."
Φωνή άχρωμη.
Σαν να μου διηγόταν την ιστορία μιας άλλης γυναίκας, μιας φίλης, μιας γειτόνισσας, μιας άγνωστης, μιας άλλης, περίπου 65χρονης ασπρομάλλας κοντούλας -μέσης ελληνίδας μαμάς.
"Και θα μείνετε εδώ; Θα γυρίσετε; Τι θα κάνετε;" δεν κρατιόμουνα.
"Δεν ξέρω! Δεν ξέρω!" μου πέταξε επίμονα κι εξαφανίστηκε πάλι στην κουζίνα.
Έμεινα μόνος με το άδειο φλυτζανάκι του ελληνικού καφέ.
Είχα πολύ καιρό να δω κατακάθι.
Το ελληνικότατο κατακάθι που γεμίζει τον πάτο του φλυτζανιού.
Το μοναστήρι του Αγίου Γερασίμου του Ιορδανίτη δεν το είχα ποτέ ακουστά.
Ίσως γιατί οι ντόπιοι άραβες το λένε Ντήρ-Χίτζλα και δεν είχα καταλάβει ποτέ ότι πίσω από αυτήν την περίεργη λέξη κρύβεται κάτι το τόσο ελληνικό.
Ίσως γιατί οι παραλίες της αγαπημένης Νεκράς Θάλασσας είναι πολύ κοντά και πάντα είχα το νου μου να πάω εκεί προσπερνώντας τον ασημένιο τρούλο του ναού που βρισκόταν κυριολεκτικά φυτεμένος ανάμεσα στην κατακίτρινη έρημο.
Ίσως γιατί δεν είμαι τόσο θρήσκος όσο θα'πρεπε.
Ένα μοναστήρι που βρίσκεται κυριολεκτικά "στη μέση του πουθενά", πέντε λεπτά έξω από την Ιεριχώ - δέκα λεπτά από την Νεκρά Θάλασσα - ένα τέταρτο από την Γέφυρα Άλενμπι που χωρίζει την Ιορδανία από το Ισραήλ.
Για να σας το πω όσο πιο απλά γίνεται : Ο Άγιος Γεράσιμος, με την ελληνική σημαία στην είσοδό του, βρίσκεται εντός της Περιοχής C, της περιοχής δηλαδή που σύμφωνα με τις συμφωνίες ειρήνευσης που υπογράφτηκαν στο παγωμένο Όσλο θα συνεχίσει να βρίσκεται υπό ισραηλινή στρατιωτική διοίκηση έως ότου υπογραφεί η τελική γραμμή συνόρων ανάμεσα στο Ισραήλ και στο μελλοντικό ανεξάρτητο Παλαιστινιακό Κράτος.
Μέχρι να συμβεί όμως αυτό -μάλλον θα πάρει πολύ καιρό ακόμα..- το μοναστήρι του Αγίου Γερασίμου του Ιορδανίτου δέχεται καθημερινά επισκέπτες, προσφέρει διανυκτέρευση και γεύματα σε εκατοντάδες προσκυνητές, ενώ παράλληλα "ζει" από τα κεριά και από τα ψηφιδωτά που κατασκευάζονται μέσα σ'αυτό και στη συνέχεια πωλούνται σε όλο το Ισραήλ και την Παλαιστινιακή Αρχή.
Ο προχωρημένης ηλικίας γέροντας Χρυσόστομος δεν κάθεται στιγμή και όλα δουλεύουν ρολόι. Άραβες νεαροί βρίσκουν απασχόληση στις βαριές δουλειές, παλαιστινιακές οικογένειες κάνουν πικνικ με τα παιδιά τους στον ειδικά διαμορφωμένο υπαίθριο χώρο εντός της μονής, εβραίοι τουρίστες ξεναγούνται στην εκκλησία και αγοράζουν μικρά ψηφιδωτά.
Κι όλα αυτά συνέβαιναν όταν από το ελληνικότατο καφενείο-παντοπωλείο στην είσοδο του μοναστηριού ακούγονταν παλιές ελληνικές επιτυχίες του '60 και του '70 - ναι, τα γνωστά αγαπημένα κομμάτια "Ελαφράς Μουσικής" πριν από το κεντρικό δελτίο ειδήσεων του "Πρώτου Προγράμματος" στις δυόμισι το μεσημέρι.. Σίγουρα τα θυμάστε, δεν μπορεί..
Μόνη παραφωνία : οι ατέρμονες συζητήσεις για το "τι θα γίνει στην Ελλάδα".
Και όλα τα σενάρια, άσχημα.
Η Ιερά Μονή Αγίου Γερασίμου του Ιορδανίτου - Δυτική Όχθη |
Ο θρησκευτικός τουρισμός έχει βαθιές ρίζες στην ελληνική κοινωνία.
Κάθε χρόνο πολλές οικογένειες από την Ελλάδα και την Κύπρο φιλοξενούνται στα μοναστήρια μας στους Αγίους Τόπους. Προσκυνητές προσφέρουν εθελοντική εργασία, ή αλλιώς "Διακόνημα", εξασφαλίζοντας τροφή και στέγη.
Μόνο που τελευταία, στην Ελλάδα της κρίσης, το "δικαίωμα" των διακοπών γίνεται πολυτέλεια και ο άλλοτε πιο ανάλαφρος προσκυνηματικός τουρισμός μετεξελίσσεται σιγά σιγά σε μια ιδιότυπη μορφή διεξόδου από τα πολλά βαριά προβλήματα.
Η επαναπροσέγγιση της θρησκείας γίνεται τρόπος ανακούφισης και ανάκτησης μιας ολοένα και περισσότερο χαμένης αξιοπρέπειας.
Δεν μου φαίνεται ανεξήγητο.
Η επαναπροσέγγιση της θρησκείας γίνεται τρόπος ανακούφισης και ανάκτησης μιας ολοένα και περισσότερο χαμένης αξιοπρέπειας.
Δεν μου φαίνεται ανεξήγητο.
"Εδώ κάνατε ένα ελληνικό κιμπούτς!" είπα στον γέροντα.
Με κοίταξε και σιωπηρά συμφώνησε με κάποια έκφραση έκπληξης, σαν μόλις να το συνειδητοποίησε κι εκείνος. "Δεν έχεις κι άδικο!", γέλασε.
Πράγματι, αυτό το οποίο έβλεπα μπροστά μου ήταν ένα είδος 'κιμπούτς', ένα κοινόβιο κατά τα πρότυπα των εβραϊκών αυτοχρηματοδοτούμενων αγροτικών μονάδων, που μισό αιώνα πριν σε αυτήν εδώ τη χώρα στέγασαν εβραίους ευρωπαίους αστούς, διασωθέντες από το Ολοκαύτωμα, ανθρώπους που ήρθαν σε μια χώρα άγονη και αποφάσισαν να γίνουν αγρότες, εργάτες, να ασχοληθούν με τη γη, χωρίς όμως να ξεχάσουν την κοινωνική τους στόφα.
Και κάπως έτσι, βρήκαν την άκρη και επέζησαν.
Το κάπνισμα απαγορεύεται στην κοινή τραπεζαρία.
Έτσι, βρέθηκα να καπνίζω έξω, στην αυλή της κοινής κουζίνας, κάτω από τον ιστό της σημαίας.
Συνέπεσα με μια κοπέλα, πάνω-κάτω της ηλικίας μου.
Κι αυτή εθισμένη στην νικοτίνη, όπως εγώ.
Το σπίτι της, κλειστό κι αυτό, κάπου στην Ανατολική Αττική.
Η ήσυχη βουή της ερήμου, παλιά για μένα ήταν ήχος ξενοιασιάς.
"Για πόσον καιρό ήρθες εδώ;", ρώτησα.
"Δεν ξέρω. Μακάρι για πολύ."
"Είμαι σε έναν παράδεισο."
"Είμαι μακρυά.", σαν να μονολογούσε.
Ξαφνιάστηκα.
Συγκράτησα δάκρυα θλίψης με μια βαθιά εισπνοή βλαβερού καπνού.
Ανταλλάξαμε σιωπές στην Περιοχή C.
14 σχόλια:
Πολυ ωραια η αφηγηση σου. Αφηνει μια πικρη επιγευση στον αναγνωστη. Η αβεβαιοτητα πρωταγωνιστει. Κι ομως υπαρχει αυτη η ηρεμη γωνια που μοιαζει να την απαλυνει.
Ένα ακόμα κείμενο "δώρο" από εκείνα που σε κάνουν να πεις "ναι αυτος ειναι δημοσιογραφανθρωπος". Γιατί αν το ένα στερείται του άλλου, χαλάει η μαγιονέζα επικίνδυνα και...σε χαλάει, κι αν την φας δηλητηριάζεσαι.
Ο Γαβριήλ τα έχει και τα δύο. \
Ιδανικός δηλαδή, οπότε απομονωμένος από τα ελληνικά ΜΜΕ που θα έπρεπε σαν σπάνιο κόσμημα να τον κυνηγάνε ποιο θα τον πρωτοπάρει.
Ταλέντο. Καρδιά. Τιμιότητα. Μήπως είναι νομίσματα άνευ αξίας τελικά για μια Ελλάδα που αργοπεθαίνει από την φτήνια που παρελθόντος και του παρόντος;
Α ρε Γαβριήλ η αφήγηση σου ταξίδι.
Για πέντε λεπτά απο την Αθηνα ταξιδεψα
ευχαριστω...
Γλυκόπικρο ταξίδι...
Ελένη Γιαννά
Επιτέλους...προσωπικός!
Πολύ ωραίο, Γαβριήλ μου. Σαν μικρό διήγημα μερικά κομμάτια του.
Μάρθα
@δεσποινάριον
δεν θα μπορούσες να το συνοψίσεις καλύτερα. αυτή η αβεβαιότητα των ανθρώπων και αυτή η στωικότητα της φύσης -δύο σε ένα.
συμφωνώ απολύτως.
@Νίνα Ναχμία
με κάνεις και κοκκινίζω.
ειλικρινά. δεν ξέρω τι να σου πω και πώς να σε ευχαριστήσω για τα καλά σου λόγια.
@Χρήστος Μούχαλος
Ε, τι κάθεσαι;
Για κόπιασε κι από τα μέρη μας ντε!
@Ελένη Γιαννά
Ακριβώς.
Αγνώριστοι γίναμε.
Ποιός θα μάς το'λεγε;
@Tradescadia
Η αλήθεια, Tradescadia μου, με πιάνει το προσωπικό ώρες ώρες. Αλλά, με ρέγουλα. Μη γίνουμε και βούτυρο!
Πάντως, είναι αλήθεια ότι στο νέο μπλογκ βάζω κι ένα στοίχημα με τον εαυτό μου. Να γράψω λίιιιιγο πιο διαφορετικά από το ΑλλουΚιΑλλου. Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω. Ξέρεις, έχω διαπιστώσει ότι τελικά το μπλόγκινγκ είναι άτιμο πράγμα. Νομίζεις ότι το χειρίζεσαι αλλά τελικά αυτό μπορεί να σε πάρει όπου θέλει! Σκέψου το λίγο.
@theatereality
Μαρθούλα μου, μα ναι!
Ήταν μυθιστορηματικό το όλο σκηνικό! Δεν υπερέβαλα ούτε τόσο δα!
Μια υπέροχη αφήγηση συναισθημάτων που περνάει μέσα από τις φόρμες για να περιγράψει την ψυχή σ' όλες τις αποχρώσεις και τους θερμικούς τόνους της. Δε συμφωνώ με το δημοσιογραφικό πλαίσιο που έβαλε η Νίνα η Ναχμία. Είναι πιο πολύ διηγηματική περιγραφή και γι' αυτό μας δημιουργεί και τόσο έντονη συναισθηματική αντίδραση. Με λίγα λόγια γράφεις πολύ ωραία Γαβριήλ. Γιατί όχι βιβλίο;
Καλημέρα, Πολύ ωραία αφήγηση! Κάτι σαν παραμύθι της ερήμου αλλά με δόσης της πικρής Ελληνικής καθημερινότητας.
Πολύ μου άρεσε το στήσιμο και η αισθητική του νέου blog.
Δημοσίευση σχολίου