Οι πολιτειακές
μεταβολές στον αραβικό κόσμο άρχισαν από τις πλατείες. Επεκτάθηκαν στους
δρόμους μέσω των κοινωνικών δικτύων του ίντερνετ. Ονοματίσθηκαν από τη Δύση και
τους ενθουσιώδεις πολιτικούς αναλυτές της προηγούμενης δεκαετίας ως
"Αραβική Άνοιξη" και ανάλογα με το πολιτικό περιβάλλον που
σημειώθηκαν, όρισαν την απαρχή καινούργιων κεφαλαίων σε κάθε μια από τις
αραβικές χώρες που έζησαν πολιτικές και κοινωνικές ανατροπές τα τελευταία
χρόνια: Εκλογές, διαμαρτυρίες εν μέσω
εκλογών ή εμφύλιοι σπαραγμοί.
Η Τυνησία
αποδείχθηκε ένας ιδιότυπος "δοκιμαστικός σωλήνας" των αλλαγών που
επρόκειτο να επακολουθήσουν. Το "τυνησιακό
μοντέλο", που είχε σκοπό να συγκεράσει τον πολυκομματικό κοινοβουλευτισμό
και τις δημοκρατικές εκλογικές διαδικασίες με το μετριοπαθές Ισλάμ, την
οικονομία της αγοράς, την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με έμφαση στο
σεβασμό προς τις γυναίκες, εν τέλει δεν φαίνεται να διέψευσε τις προσδοκίες των
πολιτών της, αλλά ούτε και τις προσδοκίες των Δυτικών της εταίρων. Η Τυνησία,
με μια κοινωνία πληθυσμιακά μικρή, αστική στη βάση της, στραμμένη επί χρόνια
προς τη Δύση, φύσει και θέσει φιλελεύθερη σε ό,τι αφορά τα κοινωνικά της
πρότυπα, αποδείχθηκε ώριμη εξασφαλίζοντας την κοινωνική ειρήνη και το σεβασμό
σε βασικές δημοκρατικές διαδικασίες, που πηγάζουν από καθολικά αποδεκτές
συνταγματικές αρχές – και τουλάχιστον προς το παρόν, ανακάμπτει.
Η εξαγωγή όμως του "τυνησιακού μοντέλου" στις
υπόλοιπες αραβικές χώρες αποδείχθηκε έως
τώρα αποτυχημένη, επιφέροντας αποτελέσματα οδυνηρά για τον μέσο πολίτη που
υφίσταται τις συνέπειες της πολιτειακής αστάθειας και της κοινωνικής
αναταραχής.
Έτσι, λίγες
εβδομάδες μετά τις διαμαρτυρίες στις πλατείες της Τύνιδας, γέμισαν οι πλατείες
του Μπαχρέην, αναδεικνύοντας με τρόπο βίαιο τις χρόνιες εθνοτικές και θρησκευτικές
διαφορές που υπέβοσκαν στο εσωτερικό του. Η Υεμένη θυμήθηκε ξανά την πάλαι ποτε
εμφύλια διαμάχη της, που είχε ως αποτέλεσμα να παραμείνει διασπασμένη καθ' όλη
τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Στη Λιβύη εκλύθηκαν πολιτικές δυνάμεις που
ασφυκτιούσαν επί δεκαετίες υπό το καθεστώς Καντάφι, προκαλώντας περαιτέρω
αιματοχυσία, κοινωνικό χάος και πολιτική αναρχία. Οι ανακατατάξεις στον αραβικό
κόσμο έδωσαν τη χαριστική βολή στο εδώ και χρόνια σπαρασσόμενο Σουδάν με
αποτέλεσμα να χωριστεί στα δύο. Η Συρία
παραδόθηκε στον εμφύλιο σπαραγμό, χωρίς να είναι ακόμα σαφές πού θα οδηγήσει
και ποιές θα είναι οι συνέπειές του στην ευρύτερη Μέση Ανατολή, βυθίζοντας σε
αμηχανία τη Δύση, τη Ρωσία και τις γειτονικές χώρες.
Η εφαρμογή του
"τυνησιακού μοντέλου" στην Αίγυπτο αποδείχθηκε εγχείρημα εξόχως
ριψοκίνδυνο. Η Αίγυπτος, ανεξάρτητα από το ρόλο του θεματοφύλακα των δυτικών
συμφερόντων - ρόλο που απέκτησε κυρίως κατά την περίοδο διακυβέρνησής της από
τον Χόσνι Μουμπάρακ -, ασκεί σημαντικότατη επιρροή στον υπόλοιπο αραβικό κόσμο
λόγω της νεώτερης Ιστορίας της και της πολιτιστικής διείσδυσής της στην αραβική
κοινωνία γενικότερα. Σε περιφερειακό πολιτικό επίπεδο ο,τιδήποτε συμβαίνει στο Κάιρο, ενδιαφέρει άμεσα τους υπόλοιπους
άραβες ηγέτες, οι οποίοι είτε δεν έχουν επηρεαστεί ακόμα από τις εκκολαπτόμενες
σαρωτικές πολιτειακές αλλαγές, είτε έχουν μόλις αναλάβει την εξουσία
πασχίζοντας να τη διατηρήσουν.
Η πραγματοποίηση δημοκρατικών εκλογών στην πολυπληθέστερη αραβική χώρα αποτέλεσε προμήνυμα βασικών πολιτειακών μεταρρυθμίσεων και εκτός συνόρων. Η νίκη των Αδελφών Μουσουλμάνων και η άνοδος του Μοχάμαντ Μόρσι στην εξουσία είχε δώσει την εντύπωση ότι το "τυνησιακό μοντέλο" επρόκειτο να δει μία απρόσμενη θετική εφαρμογή. Η πραγματιστική αντιμετώπιση της Αιγύπτου υπό τον Μόρσι σε ό,τι αφορούσε τα ανοιχτά περιφερειακά ζητήματα στην Μέση Ανατολή, με παράλληλη ήπια -και μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας -συνεργασία τόσο με τη Χαμάς όσο και με τον Ισραηλινό στρατό στα τεκταινόμενα στο Σινά, εξελήφθησαν ως λογικές κινήσεις της "δημοκρατικής" πλέον Αιγύπτου, διατηρώντας τη μετριοπαθή παρακαταθήκη του Μουμπάρακ στην περιοχή.
Από την άλλη, η
διακυβέρνηση Μόρσι δεν μπόρεσε να ελέγξει τις ακραίες ισλαμιστικές τάσεις που
υπάρχουν στην αιγυπτιακή κοινωνία, και στις οποίες εν πολλοίς όφειλε την
πολιτική του ανέλιξη. Δεν στάθηκε δυνατόν να αποσοβήσει τα χρόνια μίση και τους
ανταγωνισμούς ανάμεσα στις θρησκευτικές κοινότητες της χώρας, την αντιπάθεια
που έτρεφαν οι οικονομικά κατώτερες και ισλαμικά φανατισμένες κοινωνικές τάξεις
προς τις πλουσιότερες ή/και αλλόδοξες και άρα, οπωσδήποτε "αμαρτωλές" μερίδες του πληθυσμού.
Προεκλογικά ο Μόρσι
υποσχέθηκε στους ψηφοφόρους του ένα Ισλάμ δυνατό και κυρίαρχο. Οι ακραίες
τάσεις των Αδελφών Μουσουλμάνων επιζητούσαν τη θεοκρατία, κάτι το οποίο ο
αμερικανοτραφείς Αιγύπτιος Πρόεδρος ούτε ήθελε πραγματικά να επιβάλει, ούτε θα
του επιτρεπόταν υπό τις εύθραυστες περιφερειακές συγκυρίες, ούτε το ίδιο το
"τυνησιακό μοντέλο" προέβλεπε μια τέτοια δραστική πολιτειακή ανατροπή,
όχι μόνο για την Αίγυπτο αλλά και για κανένα άλλο αραβικό κράτος.
Έτσι, το
"δυνατό Ισλάμ" πράγματι υπήρξε ένα αποτελεσματικό εκλογικό όπλο
ύστερα από την πολυετή διαρκή πολεμική της εποχής Μουμπάρακ κατά των
Ισλαμιστών. Εντούτοις, οι προσδοκίες για ένα "δυνατό Ισλάμ" μετά την
επίτευξη της εκλογικής νίκης, αποδείχθηκαν όχι μόνο φρούδες, αλλά και αυτοκαταστροφικές
– τόσο για τον ίδιο τον Μόρσι ως πολιτικό, όσο και για τους Αδελφούς
Μουσουλμάνους ως πολιτικοθρησκευτική οντότητα.
Ο μεν Μοχάμαντ
Μόρσι απέδειξε πως δεν είχε την πολιτική ωριμότητα να διαχωρίσει τις βασικές
έννοιες αφ'ενός της δημοκρατικής νομιμοποίησης, αφ΄ετέρου της νομιμοποίησης της
πλειοψηφίας, θεωρώντας λανθασμένα πως οιοδήποτε αυταρχικό μέτρο επιβάλλεται
στην κοινωνία κατόπιν εκλογών, είναι αυτοδικαίως και ..δημοκρατικό.
Οι δε Αδελφοί
Μουσουλμάνοι θεώρησαν ότι ήρθε η στιγμή να μετατρέψουν την Αίγυπτο σε
θεοκρατία, "τιμωρώντας" αντιπάλους
και διαφωνούντες εξ αιτίας πολιτικών πρακτικών και διακρίσεων, που ανάγονταν στην μακρινή
πλέον εποχή της διακυβέρνησης
Μουμπάρακ.
Σε μια καλώς
εννοούμενη δημοκρατία, αδιέξοδα δεν υπάρχουν. Αυτό όμως δεν κατέστη σαφές ούτε
στους Αδελφούς Μουσουλμάνους της Αιγύπτου, ούτε και στην αντιπολίτευση. Αντί
για τη λύση της πρόωρης προσφυγής στις κάλπες, επελέγη και από τις δύο πλευρές
η παλιά γνωστή λύση της "Πλατειοκρατίας" - της Πλατείας Ταχρίρ.
Τα αποτελέσματα
γνωστά και αναμενόμενα : Πλήθος και πάθος, χωρίς επιχειρήματα, χωρίς συζήτηση,
χωρίς καμία διάθεση διαλόγου αλλά με έναν και μοναδικό κοινό σκοπό :
την εξουσία –
είτε ως ζητούμενο, είτε ως κεκτημένο.
Ο στρατός, ο
οποίος εκτός από τα όπλα, ελέγχει και τις περισσότερες θέσεις εργασίας στη
χώρα, αναλαμβάνει ξανά τα ηνία της Αιγύπτου –αυτή τη φορά μέσω του Προέδρου του
Ανωτάτου Δικαστηρίου- , κτίζοντας αργά αλλά σταθερά τις βάσεις ενός νέου
"Βαθέως Κράτους" που θα διασφαλίσει τον 'εκδημοκρατισμό του
πολιτεύματος', όταν και όπως αποφασισθεί.
Η Αίγυπτος ζει την επιστροφή σε ένα
διάλειμμα κοινωνικής ειρήνης; Την εγκαθίδρυση μίας μακροχρόνιας στρατιωτικής δικτατορίας; Τον πρόλογο μίας
ευνομούμενης δημοκρατίας;
Όλες οι πιθανότητες είναι ανοιχτές.
Το σίγουρο
πάντως είναι πως η υπερίσχυση της οιασδήποτε "Πλατείας" εις βάρος των καλώς εννοουμένων δημοκρατικών θεσμών, δεν θα έπρεπε να κάνει σήμερα τον μέσο Αιγύπτιο πολίτη πιο αισιόδοξο από χθες.
Άλλωστε, αποδεικνύεται πια περίτρανα πόσο απρόβλεπτα δύσκολη καθίσταται η εφαρμογή της συνταγής του αραβικού εκδημοκρατισμού, όπως αυτός αποτυπώνεται στο λεγόμενο "τυνησιακό μοντέλο".
Αυτή τη φορά, η Αιγυπτιακή "Πλατειοκρατία" δούλεψε κατά των Αδελφών Μουσουλμάνων.
Την επόμενη φορά όμως, η ίδια "Πλατειοκρατία" δεν αποκλείεται να ανατρέψει τη διάδοχη κατάσταση, ανεξάρτητα από το εάν θα έχει εκλεγεί ή εάν θα έχει επιβληθεί με τη βία ή με ανάλογες συνοπτικές διαδικασίες, όπως οι τωρινές.
Και οι πανηγυρισμοί, εάν δεν θεωρηθούν άκαιροι, είναι οπωσδήποτε πρόωροι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου