Σελίδες

8.8.14

Μεταξύ Γάζας και Αμμοχώστου

Δημοσιεύθηκε στην ελληνική διαδικτυακή έκδοση του περιοδικού Foreign Affairs 
στις 08.08.2014


ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Κατά τον εορτασμό της φετινής 40ης επετείου από την τουρκική εισβολή και κατοχή του βορείου τμήματος της Κύπρου, οι Τουρκοκύπριοι πολιτικοί ηγέτες – σε αντίθεση με άλλες χρονιές- έδωσαν ιδιαίτερη έμφαση στα τεκταινόμενα στη Λωρίδα της Γάζας, παραλληλίζοντας την εκεί πραγματικότητα με την κατάσταση που ισχύει στην Κατεχόμενη Βόρεια Κύπρο. Οι συνειρμοί που εκφράζονται από επίσημα χείλη στα Κατεχόμενα της Κύπρου, ρίχνουν περισσότερο φως στον τρόπο με τον οποίο η Τουρκοκυπριακή διοικητική οντότητα και η περιφερειακή πολιτική της Τουρκίας συσχετίζουν δύο παράλληλες πραγματικότητες, με αιχμή του δόρατος της κοινής τους θεώρησης δύο λιμάνια, που βρίσκονται τόσο κοντά αλλά και τόσο μακριά το ένα από το άλλο : το λιμάνι της Γάζας και το λιμάνι της Αμμοχώστου.

-------------------------------------

                Στα Κατεχόμενα της Βόρειας Κύπρου η φετινή 40η επέτειος της τουρκικής εισβολής και κατοχής ήταν ξεχωριστή σε σχέση με όλες τις προηγούμενες. Θα ανέμενε κανείς ότι καθαυτό το γεγονός της συμπλήρωσης τεσσάρων δεκαετιών από τα γεγονότα του καλοκαιριού του 1974 θα αποτελούσε από μόνο του το επίκεντρο των επετειακών εκδηλώσεων. Ωστόσο , η επί 40 χρόνια οικονομική και διπλωματική απομόνωση της επονομαζόμενης "Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου" σε συνάρτηση με την έκδηλη απαισιοδοξία της Τουρκοκυπριακής κοινής γνώμης για την μελλοντική πορεία της κατοχικής διοικητικής οντότητας, δεν προσφέρονταν για ευχάριστους απολογισμούς. Σύμφωνα με έρευνα που διεξήχθη το 2011 από το Τουρκικό Ίδρυμα Έρευνας Οικονομικής Πολιτικής, TEPAV, λιγότερο από το 20% των Τουρκοκυπρίων δήλωναν ευχαριστημένοι από την κατάσταση που επικρατούσε τότε στην "ΤΔΒΚ". Εννέα στους δέκα κατοίκους των Κατεχομένων δήλωναν απαισιόδοξοι για τη βιωσιμότητα του κατοχικού πολιτικού κατεστημένου και της "ΤΔΒΚ".[1] Έκτοτε, κανένα γεγονός δεν συνετέλεσε στο να μεταβληθούν οι απαισιόδοξες τάσεις της τουρκοκυπριακής κοινής γνώμης, όχι μόνο λόγω της στασιμότητας των διαπραγματεύσεων με την Ελληνοκυπριακή πλευρά και της συνεχιζόμενης διπλωματικής απομόνωσης της "ΤΔΒΚ". Η χρηματοπιστωτική κρίση που αντιμετωπίζει η Κυπριακή Δημοκρατία, όσο παράδοξο ίσως ακούγεται, διέψευσε την ελπίδα πολλών Τουρκοκυπρίων πολιτών, που έβλεπαν την οικονομική ευρωστία του νότου ως ευκαιρία διεξόδου από το πολιτικό και οικονομικό αδιέξοδο που επί τέσσερεις δεκαετίες τώρα αντιμετωπίζει ο κατεχόμενος βορράς.

Καθ'όλα τα προηγούμενα χρόνια, οι διχαστικές μνήμες αποτελούσαν το μόνιμο σημείο αναφοράς των επετειακών εκδηλώσεων του κατοχικού καθεστώτος. Αυτή η προσέγγιση δεν εξέπληττε κανέναν. Με αυτόν τον τρόπο, αφ'ενός δικαιολογείτο πολιτικά και ιστορικά η τουρκική εισβολή του 1974 και αφ' ετέρου προβάλλονταν τα οφέλη της μετέπειτα 'Τουρκοκυπριακής χειραφέτησης', απτή απόδειξη της οποίας προβαλλόταν η καθαυτή ύπαρξη της "Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου" – η οποία όμως συνεχίζει να μην αναγνωρίζεται από την διεθνή κοινότητα, με εξαίρεση την κατέχουσα μητέρα-πατρίδα Τουρκία.

Φέτος το κατοχικό καθεστώς επέλεξε να μην προσπαθήσει να ωραιοποιήσει έναν ούτως ή άλλως θλιβερό απολογισμό της διπλωματικής, πολιτικής και οικονομικής του πορείας κατά τα τελευταία 40 χρόνια. Επέλεξε να αξιοποιήσει την ένοπλη σύρραξη Ισραήλ και Χαμάς στη Λωρίδα της Γάζας για να στηρίξει ακόμα μια φορά τη φοβική προσέγγιση της πιθανότητας επανένωσης του νησιού. Οι Τουρκοκύπριοι αξιωματούχοι συσχέτισαν την περιπέτεια που βιώνει σήμερα ο άμαχος πληθυσμός της Γάζας με τα όσα δεινά πιθανόν θα αντιμετώπιζαν οι Τουρκοκύπριοι εάν η τουρκική εισβολή του 1974 δεν είχε συμβεί. Ο Τουρκοκύπριος ηγέτης Ντερβίς Έρογλου και σύσσωμος ο πολιτικός κόσμος των Κατεχομένων παρομοίασαν τον Τουρκοκυπριακό πληθυσμό με τους άμαχους Παλαιστινίους, αφήνοντας να εννοηθούν αντίστοιχοι φοβικοί συνειρμοί, συσχετίζοντας την Ελληνοκυπριακή πλευρά με την παρούσα  Ισραηλινή στρατιωτική δράση στη Γάζα.  


                Σε αυτό το πνεύμα και βάσει τέτοιων παραλληλισμών, όλα τα τουρκοκυπριακά πολιτικά κόμματα εξέδωσαν δηλώσεις αλληλεγγύης προς τη Γάζα και αντίστοιχες ανακοινώσεις καταδίκης κατά του Ισραήλ[2]. Συγκεκριμένα, ο Γενικός Γραμματέας του κυβερνώντος Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, Κουτλάι Ερκ, χαρακτήρισε τα τεκταινόμενα στη Γάζα ως γενοκτονία. Ο Γενικός Γραμματέας του Τ/Κ Δημοκρατικού Κόμματος που μετέχει στην κυβέρνηση, Χασάν Τατσόϊ, κάλεσε για τον άμεσο τερματισμό των ισραηλινών επιχειρήσεων. Ο Γραμματέας Εξωτερικών Σχέσεων του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης UBP, Ταχσίν Ερτουγρούογλου, καταδίκασε το Ισραήλ, χαρακτηρίζοντας "δυσανάλογη τη στρατιωτική δράση που εφαρμόζεται κατά του παλαιστινιακού λαού". Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι φράσεις με τις οποίες κατέληγε το ψήφισμα που επέδωσε στα γραφεία του ΟΗΕ στην Κύπρο μια πρωτοεμφανιζόμενη Τουρκοκυπριακή ΜΚΟ, με την επωνυμία "Τουρκοκύπριοι Ενάντια στον Πόλεμο" : "Ως λαός έχουμε υποστεί παρόμοια μοίρα στο νησί και αισθανόμαστε αυξημένη ανησυχία ως προς την έκταση που μπορεί να φθάσουν αυτά τα απαράδεκτα γεγονότα. Είναι απαράδεκτο για μας να μείνουμε απαθείς στις βάρβαρες επιθέσεις του Κράτους του Ισραήλ κατά του Παλαιστινιακού λαού."

Στις 18.07.2014 ο Σερντάρ Ντενκτάς, Αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Έρογλου και ηγέτης του Τ/Κ Δημοκρατικού Κόμματος, εξέδωσε γραπτή ανακοίνωση , με την οποία  εξέφρασε την απογοήτευσή του επειδή τα μηνύματα καταδίκης των Τουρκοκυπρίων "δεν εισακούονται, ενώ η αδύναμη στάση των Ηνωμένων Πολιτειών, του Ηνωμένου Βασιλείου, των Ηνωμένων Εθνών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς το Ισραήλ οδηγούν στη σφαγή [σ.σ. των Παλαιστινίων]". Ο κ. Ντενκτάς συνέδεσε την κατάσταση στην οποία περιήλθαν οι κάτοικοι της Γάζας με την παρούσα κατάσταση στην Κύπρο, προσθέτοντας  ότι "οι εξελίξεις στη Γάζα θα πρέπει να αποτελέσουν παράδειγμα σε εκείνους τους κύκλους που προσπαθούν να υπονομεύσουν την ανάγκη για τη διατήρηση της παρούσας ατμόσφαιρας ασφάλειας που επικρατεί στο νησί", καταλήγοντας χαρακτηριστικά : "Οι εξελίξεις στη Γάζα θα πρέπει να μας βοηθήσουν να εκτιμήσουμε τα όσα έχουμε σήμερα".[3]

Την ίδια μέρα (18.07.2014) ο ηγέτης των Τουρκοκυπρίων Ντερβίς Έρογλου, αφού καταδίκασε την έναρξη των χερσαίων ισραηλινών επιχειρήσεων στη Γάζα, εξήρε τη θέση που έλαβε η Τουρκία υπέρ της Χαμάς, σε αντιδιαστολή προς την επιφυλακτικότητα της διεθνούς κοινότητας να λάβει ξεκάθαρη θέση κατά του Ισραήλ : "Δυστυχώς, δεν είδαμε άλλη χώρα πλην της Τουρκίας, να καταδικάζει αυτές τις επιθέσεις. Δυσκολεύομαι να καταλάβω γιατί ο κόσμος παραμένει σιωπηρός ενόψει τέτοιων σφαγών".[4]    

Λίγες ημέρες αργότερα, στις 21 Ιουλίου 2014 και επ' ευκαιρία της 40ης επετείου της τουρκικής εισβολής και κατοχής της Κύπρου, ο Τουρκοκύπριος ηγέτης συνέδεσε ξεκάθαρα την επέτειο της τουρκικής εισβολής με τις τρέχουσες εξελίξεις στη Γάζα. Ήταν η πρώτη φορά από το 1975 έως σήμερα, που Τουρκοκύπριος ηγέτης αντιπαραβάλει διεθνείς εξελίξεις προκειμένου να εξάρει την τουρκική εισβολή και στρατιωτική παρουσία στο νησί. Συγκεκριμένα, ο κ. Έρογλου σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Kibris[5] δήλωσε ότι "οι εξελίξεις στο Παλαιστινιακό αποτελούν μία από τις σαφέστερες ενδείξεις γιατί οι Τουρκοκύπριοι επιμένουν στη συνέχιση της ύπαρξης ενεργών και αποτελεσματικών εγγυήσεων εκ μέρους της μητέρας-πατρίδας Τουρκίας".[6]

Τέλος, από τις 23 έως και τις 27 Ιουλίου 2014, οι κατοχικές αρχές αποφάσισαν να κυματίζουν μεσίστιες οι σημαίες της "ΤΔΒΚ", κηρύσσοντας εθνικό πένθος εις μνήμην των θυμάτων των ισραηλινών επιχειρήσεων στη Γάζα[7]. Ήταν η πρώτη φορά που η "ΤΔΒΚ" κήρυξε εθνικό πένθος για ένα ζήτημα που δεν αφορά την τουρκοκυπριακή ή την τουρκική επικαιρότητα, γεγονός το οποίο καταδεικνύει τη σημασία που επιθυμεί να προσδώσει η Τουρκοκυπριακή ηγεσία στους παραλληλισμούς που ακούστηκαν εντονότατα και συνέδεαν την Τουρκοκυπριακή κοινότητα με τους Παλαιστινίους που ζουν στη Γάζα κατά τη φετινή 40η επέτειο της τουρκικής εισβολής στο νησί.

Ωστόσο, η καθαρά φιλοπαλαιστινιακή και αντιισραηλινή στάση που υιοθετεί η τουρκοκυπριακή ηγεσία σήμερα, είναι βέβαιο ότι θα προκαλούσε μεγάλη έκπληξη τόσο τον Δρα. Φαζίλ Κιουτσούκ, όσο και τον Ραούφ Ντενκτάς , ηγετικά στελέχη της Τουρκοκυπριακής κοινότητας κατά τα πρώτα χρόνια ζωής της ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας.



Η Τουρκοκυπριακή κοινότητα στα πλαίσια της νεοσύστατης Κυπριακής Δημοκρατίας και το  Ισραήλ

Η Τουρκοκυπριακή κοινότητα, ήδη πριν από την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στις 16 Αυγούστου 1960 αλλά και κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων ζωής του ανεξάρτητου κυπριακού κράτους, διατηρούσε ιδιαίτερα επιφυλακτική στάση έναντι των Αράβων και κυρίως έναντι της νασσερικής Αιγύπτου. Τόσο ο τότε Αντιπρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Δρ. Φαζίλ Κιουτσούκ όσο και ο Ραούφ Ντενκτάς υπό την ιδιότητα του Προέδρου της Τουρκικής Κοινοτικής Συνέλευσης, ακολουθούσαν πιστά το δόγμα της τότε τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, η οποία επεδίωκε την ενδυνάμωση της θέσης της Τουρκίας στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο ως μέλος του ΝΑΤΟ, καλλιεργώντας ειδική σχέση συνεργασίας με τους φιλοδυτικούς περιφερειακούς παίκτες – σημαντικότερος των οποίων ήταν το Ισραήλ.

 Οι Τουρκοκύπριοι πολιτικοί παρατηρούσαν πολύ προσεκτικά τις κινήσεις του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου προς τις αραβικές χώρες και εξέφραζαν έντονους προβληματισμούς κάθε φορά που η Κυπριακή Δημοκρατία έτεινε να προσεταιρίζεται το Κίνημα των Αδεσμεύτων, που τηρούσε κριτική στάση προς τη Δύση και σε περιφερειακό επίπεδο συντασσόταν ξεκάθαρα με τους Άραβες, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στο Παλαιστινιακό ζήτημα. Αιχμή του δόρατος των επιχειρημάτων που πρόβαλε σε κάθε ευκαιρία ο Αντιπρόεδρος Κιουτσούκ ήταν η γνωστή δήλωση Μακαρίου, ότι δηλαδή "η ανεξάρτητη Κύπρος θα αποτελέσει την Ελβετία της Μέσης Ανατολής", με την  έννοια ότι η νεαρή Κυπριακή Δημοκρατία θα τηρεί ισότιμες φιλικές σχέσεις με όλα τα αντιμαχόμενα μέρη της περιοχής, αναφερόμενος κυρίως στην αραβοϊσραηλινή διένεξη.

Ήταν σαφές ότι οι Τουρκοκύπριοι είχαν αντιληφθεί πως το Ελληνοκυπριακό στοιχείο προσέβλεπε στις αραβικές ψήφους στα διεθνή φόρα και στον ΟΗΕ, για να μεταβληθούν οι όροι που είχαν ορισθεί στις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου , οι οποίες είχαν δημιουργήσει ένα εξαιρετικά δυσλειτουργικό, όπως αποδείχθηκε, συνταγματικό πλαίσιο λειτουργίας του νέου κράτους, υπό τις συνθήκες που καθοριζόταν η δικοινοτική πολιτική συμβίωση. Προκειμένου όμως η Ελληνοκυπριακή πλευρά να εξασφαλίσει την αραβική στήριξη όταν το ζήτημα της μεταβολής του δικοινοτικού status quo θα ετίθετο στο τραπέζι, έπρεπε να τηρήσει αντίστοιχη ευνοϊκή στάση ως προς τα αραβικά αιτήματα, τα σημαντικότερα από τα οποία επικεντρώνονταν στο Παλαιστινιακό ζήτημα. Αντιστοίχως, το Ισραήλ διαβλέποντας την επιρροή των Αράβων και ειδικότερα της τότε Ηνωμένης Αραβικής Δημοκρατίας του Νάσσερ ως προς τη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής της Λευκωσίας, προσέβλεπε στη στήριξη της Τουρκίας (σε περιφερειακό επίπεδο) αλλά και στη στήριξη της Τουρκοκυπριακής κοινότητας (σε κυπριακό επίπεδο) προκειμένου να μην αποτελέσει η Κύπρος ένα 'αραβικό προτεκτοράτο', λίγα μόλις ναυτικά μίλια από τις ισραηλινές ακτές. Συνεπεία των ανωτέρω,  ως προς το ζήτημα της αραβοϊσραηλινή διένεξης οι Ελληνοκύπριοι έτειναν να προσεταιρίζονται τους Άραβες και ιδιαίτερα την Αίγυπτο, με σκοπό να εξασφαλισθεί στο μέλλον η αραβική στήριξη για τις επιδιώξεις τους να μεταβληθούν οι δυσμενείς γι' αυτούς όροι των συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου, ενώ συγχρόνως ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος συνεπικουρούμενος από Ελληνοκύπριους Υπουργούς κατέβαλε φιλότιμες προσπάθειες να διατηρήσει τις λεπτές ισορροπίες και με το Ισραήλ. Από την άλλη πλευρά, οι Τουρκοκύπριοι, οι οποίοι δεν επιθυμούσαν καμία μεταβολή του Κυπριακού Συντάγματος, πρόβαλλαν αντιρρήσεις και έντονες επιφυλάξεις σε κάθε φιλοαραβική κίνηση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, και μεταξύ άλλων, ήταν υπέρμαχοι της δημιουργίας στενών σχέσεων με το Ισραήλ. Άλλωστε, η σύσφιγξη των σχέσεων Κύπρου-Ισραήλ ήταν σύμφωνη και με την τότε τουρκική περιφερειακή πολιτική, την οποία οι Τουρκοκύπριοι ούτως ή άλλως εφάρμοζαν.

 Το Ισραήλ πολύ πριν ανακηρυχθεί η ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας, και δη από τον Σεπτέμβριο του 1950, διατηρούσε Γενικό Προξενείο στη Λευκωσία, μέσω του οποίου καλλιεργούνταν οι σχέσεις του νεαρού εβραϊκού κράτους με τη Βρετανία[8]. Ανήμερα της ανακήρυξης της ανεξαρτησίας της Κύπρου, στις 16 Αυγούστου 1960, το Ισραήλ αναγνώρισε το ανεξάρτητο κυπριακό κράτος και όρισε Πρέσβη του στη Λευκωσία τον Ζεέβ Λεβίν, ο οποίος ήταν ήδη διαπιστευμένος ως Γενικός Πρόξενος του Ισραήλ στην μέχρι τότε βρετανοκρατούμενη Κύπρο. Την επομένη, 17.08.1960, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος αποδέχθηκε εγγράφως τον διορισμό, με επιστολή του προς το Ισραηλινό Υπουργείο Εξωτερικών.

Η άμεση αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας εκ μέρους του Ισραήλ, που επέφερε ουσιαστικά την άμεση αναβάθμιση του Ισραηλινού Γενικού Προξενείου σε Πρεσβεία, στην ουσία έφερε τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο προ τετελεσμένων. Η γρήγορη αυτή κίνηση της ισραηλινής διπλωματίας είχε σκοπό αφ' ενός να μην δοθεί το περιθώριο στον Πρόεδρο Μακάριο να αμφιβάλλει για το εάν θα πρέπει να συστήσει διπλωματικές σχέσεις με το Ισραήλ, και αφ'ετέρου να μην υποκύψει στις πιέσεις που προέρχονταν από τις αραβικές χώρες, οι οποίες ήταν φυσικό να αναμένουν από την Κύπρο πολιτικά και διπλωματικά ανταλλάγματα καθότι, καθ' όλη τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ, είχαν σαφώς τεθεί υπέρ των Ελληνοκυπρίων. Ένας άλλος σημαντικός λόγος που ώθησε το Ισραήλ να προβεί κατά τη συγκεκριμένη εκείνη στιγμή στην άμεση αναγνώριση της νεοσύστατης Κυπριακής Δημοκρατίας ήταν ότι η Αίγυπτος τότε δεν είχε καμία διπλωματική παρουσία στην Κύπρο. Το Κάιρο είχε διακόψει τις διπλωματικές του σχέσεις με τη Βρετανία από το 1956, λόγω του πολέμου του Σουέζ, και εξ αιτίας αυτού είχε ανακαλέσει τον Γενικό της Πρόξενο από τη Λευκωσία. Ωστόσο, ήταν ζήτημα χρόνου η Ηνωμένη Αραβική Δημοκρατία του Γκαμάλ Άμπντελ Νάσσερ να συστήσει πλήρεις διπλωματικές σχέσεις με την Κύπρο, να λειτουργήσει Πρεσβεία στη Λευκωσία και με τον τρόπο αυτό να αυξήσει την πολιτική της επιρροή στο νησί. Τότε όμως θα ήταν πολύ αργά για το Ισραήλ, που θα αντιμετώπιζε πολλές δυσκολίες να συστήσει διπλωματικές σχέσεις με την νεοσύστατη Κυπριακή Δημοκρατία, με την οποία ενδιαφερόταν να καλλιεργήσει ομαλές σχέσεις, καθότι ήταν η μοναδική μη-αραβική και μη-μουσουλμανική χώρα, που μοιραζόταν κοινά θαλάσσια σύνορα.   

Η Τουρκοκυπριακή πολιτική ηγεσία ήταν σαφής ως προς το ζήτημα της σύστασης πλήρων διπλωματικών σχέσεων της Κυπριακής Δημοκρατίας με το Ισραήλ. Από τη στιγμή που το Ισραήλ είχε ήδη αναβαθμίσει το Γενικό Προξενείο που διατηρούσε στη Λευκωσία σε Πρεσβεία, τόσο το Ισραήλ όσο και οι Τουρκοκύπριοι πίεζαν ώστε η Κύπρος να προβεί σε αντίστοιχη κίνηση και να ανοίξει δική της Πρεσβεία στο Τελ Αβίβ. Η Ελληνοκυπριακή πλευρά δίσταζε να λάβει αυτήν την απόφαση, ευρισκόμενη σε εξαιρετικά δύσκολη θέση λόγω των λεπτών ισορροπιών που έπρεπε να τηρήσει. Οι Αραβικές χώρες, με επικεφαλής την Αίγυπτο και δευτερευόντως τον Λίβανο, προσπαθούσαν να αποτρέψουν τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο να εμβαθύνει περισσότερο τις σχέσεις της Κύπρου με το Ισραήλ. Κατά τους πρώτους μήνες της Κυπριακής ανεξαρτησίας, από αραβικής πλευράς προβάλλονταν δελεαστικές υποσχέσεις για οικονομική βοήθεια. Ειδικότερα η Αίγυπτος υπονοούσε ότι η ελληνοκυπριακή κοινότητα που διαβιούσε στην Αλεξάνδρεια και στο Κάιρο θα τύγχανε ευνοϊκότερης μεταχείρισης έναντι των άλλων ευρωπαίων που κατοικούσαν στην Αίγυπτο, ενόψει της νασσερικής νομοθεσίας περί εθνικοποιήσεων των ξένων περιουσιών. Εάν όμως η Κύπρος συνέχιζε να μην εμποδίζει την ισραηλινή οικονομική διείσδυση στο νησί και δεν διέκοπτε τις διπλωματικές της σχέσεις με το Ισραήλ, τότε το νεαρό κυπριακό κράτος δεν θα έπρεπε να ελπίζει σε καμία βοήθεια εκ μέρους των Αράβων. Ήταν μάλιστα εντυπωσιακό ότι στα πλαίσια αυτής της συντονισμένης αραβικής προσπάθειας, είχε τεθεί ζήτημα προστασίας των δικαιωμάτων της Μαρωνίτικης Κοινότητας στην Κύπρο, που διατηρούσε στενές πολιτισμικές σχέσεις με τον Λίβανο, περιπλέκοντας ακόμα περισσότερο το δικοινοτικό status quo των συμφωνιών Λονδίνου-Ζυρίχης, ζητώντας να προστεθεί και ο αραβικός παράγοντας στην διακοινοτική πολτική πραγματικότητα του νησιού. Ειδικά αυτό το αίτημα βρήκε αντίθετους τους Τουρκοκυπρίους αλλά και την ίδια της Τουρκία, ενώ συγχρόνως, Αθήνα και Λευκωσία κράτησαν μια σιωπηρή μεν αλλά σαφώς αρνητική στάση προς αυτό το άκαιρο αραβικό αίτημα, που θα άλλαζε σημαντικά πολιτειακά δεδομένα.

Η έντονη αραβική προσπάθεια να αποτραπεί η διασύνδεση Κύπρου-Ισραήλ είχε ως αποτέλεσμα ο Ισραηλινός Πρέσβης να βρίσκεται στη Λευκωσία και επί πέντε μήνες, ενώ ήταν εφοδιασμένος με όλα τα απαραίτητα έγγραφα, να μην έχει καταφέρει να υποβάλλει στον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο τα διαπιστευτήριά του – τη στιγμή που όλοι οι υπόλοιποι Πρέσβεις στη Λευκωσία ασκούσαν τα καθήκοντά τους κανονικά. Κατά το διάστημα αυτό, η σύσταση διπλωματικών σχέσεων ανάμεσα στην Κύπρο και στο Ισραήλ είχε τεθεί εν αμφιβόλω, παρά το ότι οι συναντήσεις για το θέμα αυτό μεταξύ του Ισραηλινού Πρέσβη Ζεέβ Λεβίν και του Υπουργού Εξωτερικών Σπύρου Κυπριανού ήταν σχεδόν καθημερινές. Ωστόσο, η παρασκηνιακή βοήθεια που είχε προσφέρει η Τουρκοκυπριακή πλευρά στην ισραηλινή διπλωματία με σκοπό να μπορέσει τελικά ο Ισραηλινός πρέσβης Ζεέβ Λεβίν να καταθέσει τα διαπιστευτήριά του στον Πρόεδρο Μακάριο υπήρξε αποφασιστικής σημασίας, καθ' όλο το διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας αναγνώρισης της Κύπρου εκ μέρους του Ισραήλ στις 16.08.1960 έως και τις 26.01.1961, οπότε και τελικά πραγματοποιήθηκε η επίσημη τελετή υποβολής των διαπιστευτηρίων στο Προεδρικό Μέγαρο στη Λευκωσία. Κατά το μεσοδιάστημα των πέντε αυτών μηνών, η Ελληνοκυπριακή πλευρά πιεζόταν ποικιλοτρόπως από το Κάιρο να απεμπλακεί από το Τελ Αβίβ. Οι επαφές του Υπουργού Εξωτερικών Κυπριανού τόσο με τον Ισραηλινό Πρέσβη όσο και με τους αιγύπτιους αξιωματούχους είχαν φέρει σε μεγάλη αμηχανία την άπειρη τότε κυπριακή διπλωματία. Εν τέλει όμως, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος φρόντισε πρωτίστως να έρθει σε συνεννόηση με την αιγυπτιακή διπλωματία, εξηγώντας ότι η Κύπρος δεν επιθυμούσε να υπεισέλθει στην αραβοϊσραηλινή διένεξη, ούτε η σύσταση διπλωματικών σχέσεων με το Ισραήλ θα αναιρούσε τις παραδοσιακές φιλικές σχέσεις των Ελληνοκυπρίων με τους Άραβες. Εν τέλει, μόνο αφότου ο Αιγύπτιος Πρέσβης Μωχάμαντ Λούτφι επέδωσε τα διαπιστευτήριά του στον Κύπριο Πρόεδρο στις 13.01.1961, μόνο τότε κατέστη πολιτικά σκόπιμο να πραγματοποιηθεί η επίσημη τελετή υποβολής των διαπιστευτηρίων του Ισραηλινού Πρέσβη στον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, στις 26.01.1961.

Παρά το ότι ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος απεδείχθη συνεπής στις υποσχέσεις του  προς το Ισραήλ και κατάφερε με εύσχημο τρόπο να ξεπεράσει τις αραβικές πιέσεις, οι Τουρκοκύπριοι τελικά ήταν αυτοί που κέρδισαν τις εντυπώσεις στα μάτια των Ισραηλινών. Καθ' όλο το διάστημα των πέντε μηνών που ο Ισραηλινός Πρέσβης στη Λευκωσία ανέμενε να λάβει το πράσινο φως για να μεταβεί στο Προεδρικό Μέγαρο και να υποβάλλει τα διαπιστευτήριά του, οι επίμονες συστάσεις του Αντιπροέδρου Κιουτσούκ και οι παρασκηνιακές κινήσεις του Ραούφ Ντενκτάς είχαν ως αποτέλεσμα οι Ισραηλινοί να εντυπωσιασθούν από την θετική διάθεση που τους εκδήλωνε η Τουρκοκυπριακή πλευρά.

Ενδεικτική της Τουρκοκυπριακής στάσης έναντι του Ισραήλ αποτελεί η από 12.01.1961 επιστολή[9] του Διευθυντή του Γραφείου του Αντιπροέδρου Κιουτσούκ, Α. Τζ. Μουφτίζαδε, προς τον Ελληνοκύπριο ομόλογό του στην Προεδρία της Δημοκρατίας, στην οποία αναφέρονταν τα ακόλουθα:
"Τώρα που ο Πρέσβης της Ηνωμένης Αραβικής Δημοκρατίας θα υποβάλει τα διαπιστευτήριά του το Σάββατο 14 Ιανουαρίου 1961, ο Αντιπρόεδρος και οι Τούρκοι Υπουργοί θεωρούν ότι ο Πρέσβης του Ισραήλ δεν θα πρέπει να αναμένει περισσότερο για την υποβολή των δικών του διαπιστευτηρίων. Ο Πρόεδρος αναμφίβολα θα συμφωνεί ότι το διπλωματικό πρωτόκολλο επιβάλει σε εμάς την υποχρέωση να μην καθυστερεί περισσότερο η αποδοχή των διαπιστευτηρίων ενός Πρέσβη που βρίσκεται ήδη στην Κύπρο. Καθυστέρηση στην αποδοχή των διαπιστευτηρίων ενδέχεται να δημιουργήσει ανεπιθύμητες εξελίξεις τόσο στο πρόσωπο του ιδίου του Πρέσβη όσο και στην Κυβέρνησή του.
Ο Δρ. Κιουτσούκ μου έδωσε οδηγίες να σας απευθυνθώ τηλεφωνικώς επ' αυτού, υποβάλλοντάς σας συγχρόνως την παρούσα διακοίνωση, ζητώντας μου να υποβάλω την παρούσα πρόταση στον Πρόεδρο [της Δημοκρατίας], ούτως ώστε ο Ισραηλινός Πρέσβης να υποβάλει τα διαπιστευτήριά του πριν την 14η Ιανουαρίου 1961, ημερομηνία κατά την οποία πρόκειται να υποβάλει τα διαπιστευτήριά του ο Πρέσβης της ΗΑΔ, ο οποίος έφθασε στην Κύπρο μόλις πριν από μερικές μέρες".
               
                Οι ευμενείς εντυπώσεις του Ισραηλινού Πρέσβη Ζεέβ Λεβίν ως προς τη στήριξη που είχε λάβει τότε εκ μέρους της Τουρκοκυπριακής πλευράς εκφράζονται στην από 19.01.1961 και υπ'αρ. 37/103.1 αναφορά του προς τον Γενικό Γραμματέα του Ισραηλινού Υπουργείου Εξωτερικών. Η αναφορά εκείνη είχε τον τίτλο "Η βοήθεια των Τουρκοκυπρίων για τον καθορισμό ημερομηνίας υποβολής των διαπιστευτηρίων " και κατέληγε χαρακτηριστικά ως εξής : " Όπως και κατά το παρελθόν, έτσι και τώρα οι Τούρκοι απέδειξαν τη σταθερή τους στάση υπέρ των θέσεών μας. Αλλά αυτή τη φορά, ό,τι έγινε, έγινε εκ μέρους της τοπικής ηγεσίας της τουρκικής κοινότητας και όχι κατόπιν πιέσεως της Άγκυρας" [10]
  
Το ζήτημα της σύστασης πλήρων, ισότιμων και ομαλών διπλωματικών σχέσεων Κύπρου-Ισραήλ δεν έληξε όμως εκεί. Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, και μετά την υποβολή των διαπιστευτηρίων του Ισραηλινού Πρέσβη και τη λειτουργία της Ισραηλινής Πρεσβείας στη Λευκωσία, συνέχιζε να δέχεται πιέσεις από τις αραβικές χώρες, ούτως ώστε η Κύπρος να μην λειτουργήσει Πρεσβεία στο Τελ Αβίβ, ούτε να αντιπροσωπεύεται διπλωματικά στο Ισραήλ με κανέναν τρόπο. Παράλληλα όμως, δεχόταν πιέσεις και από την Τουρκοκυπριακή πλευρά, η οποία ακολουθούσε πιστά τη γραμμή της εξωτερικής πολιτικής της Άγκυρας που ολοένα ενδυνάμωνε τις σχέσεις της με το εβραϊκό κράτος. Πέραν των ανωτέρω όμως, οι ισχυροί δεσμοί που είχαν αναπτυχθεί μεταξύ ισραηλινών επιχειρηματικών παραγόντων με αντίστοιχους επιχειρηματικούς ελληνοκυπριακούς κύκλους του τουρισμού και του εμπορίου, αλλά και η τεχνική βοήθεια που ήταν σε θέση να προσφέρει το Ισραήλ στην Κύπρο εκείνη την εποχή, επέβαλαν στην κυπριακή πλευρά να αναβαθμίσει την διπλωματική της εκπροσώπηση στο Ισραήλ.

Το 1963, και όταν πλέον η Κυπριακή κυβέρνηση δεν έβλεπε να πραγματοποιούνται οι υποσχέσεις της Αιγύπτου για ευμενέστερη μεταχείριση των ελληνοκυπρίων στο Κάιρο και στην Αλεξάνδρεια ή για περαιτέρω ανάπτυξη των εμπορικών σχέσεων Κύπρου-Αράβων και αύξηση του ρεύματος αράβων τουριστών στο νησί, δεν ήταν πλέον σε θέση να αντιτάξει πειστικά επιχειρήματα στην Τουρκοκυπριακή πλευρά και στην Ισραηλινή διπλωματία, που θα δικαιολογούσαν περαιτέρω καθυστέρηση της διαπίστευσης Κύπριου Πρέσβη στο Ισραήλ. Η Λευκωσία επέλεξε την εύσχημη και όσο το δυνατόν ανώδυνη λύση, ορίζοντας ως Πρέσβη της στο Τελ Αβίβ τον Μεχμέτ Ερτουγρούογλου, τον τουρκοκυπριακής καταγωγής Πρέσβη της Κυπριακής Δημοκρατίας που ήταν διαπιστευμένος και μόνιμα εγκατεστημένος στην Άγκυρα. Και σε αυτήν την περίπτωση όμως, η Τουρκοκυπριακή κοινότητα φρόντισε να "κλέψει τις εντυπώσεις" και να τονίσει ότι η αναβάθμιση των σχέσεων Κύπρου-Ισραήλ οφειλόταν στους Τουκοκυπριακούς χειρισμούς. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρει στο από 1.2.1963 και υπ'αρ. 402.1 τηλεγράφημά του[11] ο Ισραηλινός Πρέσβης στην Κύπρο, Τούβια Αράζι, προς το Τμήμα Δυτικής Ευρώπης του Ισραηλινού Υπουργείου Εξωτερικών, ο τουρκοκυπριακής καταγωγής τότε Υπουργός Άμυνας της Κύπρου, Οσμάν Ορέκ, του τόνισε ότι το ζήτημα της τοποθέτησης Κυπρίου Πρέσβη στο Τελ Αβίβ είχε τεθεί επίμονα από τους Τουρκοκύπριους Υπουργούς στο  Υπουργικό Συμβούλιο της 31.1.1963,  τονίζοντας την τουρκοκυπριακή φιλοϊσραηλινή στάση στα κυπριακά κέντρα αποφάσεων.

Πράγματι, ο Μεχμέτ Ερτουγρούογλου μετέβη στο Ισραήλ, υπέβαλε τα διαπιστευτήριά του στις 17.05.1963 στον υπηρεσιακό Ισραηλινό Πρόεδρο Kadish Luz, και κατέστη ο πρώτος Πρέσβης της Κυπριακής Δημοκρατίας με διαπίστευση στο Ισραήλ – διατηρώντας ως μόνιμη εγκατάστασή του την Άγκυρα. Κατά την 7ήμερη παραμονή του στο Ισραήλ, ο Τουρκοκύπριος Πρέσβης εντυπωσίασε τους ισραηλινούς αξιωματούχους από την ιδιαίτερη έμφαση που έδινε αφ' ενός στην εθνική του καταγωγή και αφ' ετέρου στα σαφή μη φιλικά αισθήματα που έτρεφε προς τους Άραβες. Ο Shaul Kariv, Διευθυντής του Τμήματος Δυτικής Ευρώπης του Ισραηλινού Υπουργείου Εξωτερικών, σε σχετική αναφορά του περί της επίσκεψης Ερτουγρούογλου στο Ισραήλ, έγραφε χαρακτηριστικά τα ακόλουθα: "[…] Όπως μας είχατε σημειώσει, ο ως άνω είναι καθ' όλα Τούρκος. Στο Τελ Αβίβ ήθελε πολύ να συναντηθεί με τον Τούρκο ομόλογό του και μάλιστα οι εργαζόμενοι στο γραφείο του Τούρκου ομολόγου του, τον βοήθησαν να αποστείλει τις αναφορές του. Μου είπε ότι κατά τη διάρκεια της δεξίωσης που είχε παραθέσει προς τιμήν του η τουρκική αντιπροσωπεία, τον είχαν πλησιάσει ισραηλινοί δημοσιογράφοι και του έλεγαν αστειευόμενοι , ότι "να, ορίστε που έχουμε Τούρκο Πρέσβη στο Ισραήλ. […] Επισκέφθηκε τον επικεφαλής του διπλωματικού σώματος στο Τελ Αβίβ, ήτοι τον Πρέσβη της ΕΣΣΔ, τους Πρέσβεις των χωρών-μελών της Βρετανικής Κοινοπολιτείας ως επίσης και τον εκπρόσωπο της Ελλάδας. Όσον αφορά τον τελευταίο, τον φέραμε σε τέτοια θέση ώστε να μην μπορεί να αρνηθεί να τον συναντήσει. […] Στις διάφορες συζητήσεις που είχε, δεν είχε δείξει κανένα ενδιαφέρον για τις σχέσεις Κύπρου-Ισραήλ, παρά μόνο για τις σχέσεις του Ισραήλ με την Τουρκοκυπριακή κοινότητα. Ούτε καν αναφέρθηκε για τους Κύπριους μετεκπαιδευόμενους στο Ισραήλ, προφανώς επειδή θα νόμιζε ότι πρόκειται μόνο για Ελληνοκυπρίους".[12]   

Ωστόσο, η διπλωματική εκπροσώπηση της Κύπρου στο Ισραήλ σε βαθμό Πρέσβεων ήταν εξαιρετικά βραχύβια. Με το ξέσπασμα των διακοινοτικών ταραχών στα τέλη του 1963, ο Πρέσβης Μεχμέτ Ερτουγρούογλου και όλο το προσωπικό της κυπριακής διπλωματικής αποστολής στην Άγκυρα, που αποτελείτο αποκλειστικά από τουρκοκυπρίους, κατηγορήθηκαν από την Κυπριακή κυβέρνηση ότι κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στην Άγκυρα, στρατολογούσαν άτομα για λογαριασμό της ένοπλης τουρκοκυπριακής οργάνωσης ΤΜΤ. Όταν το καλοκαίρι του 1964 ο Μεχμέτ Ερτουγρούογλου αρνήθηκε να μεταβεί στο Υπουργείο Εξωτερικών στη Λευκωσία για να δώσει εξηγήσεις, τότε του αφαιρέθηκε όχι μόνο η διπλωματική του ιδιότητα αλλά και η κυπριακή υπηκοότητα τόσο του ιδίου όσο και της οικογένειάς του. Το ίδιο ίσχυσε και για όλα τα υπόλοιπα μέλη της κυπριακής διπλωματικής αποστολής στην Άγκυρα. Στις 7.7.1964 το Κυπριακό Υπουργείο Εξωτερικών απέστειλε στην Ισραηλινή κυβέρνηση σχετική Note Verbale, με την οποία ανακοίνωνε ότι από τις 3.7.1964 και εντεύθεν ο τουρκοκυπριακής καταγωγής και διαπιστευμένος στο Τελ Αβίβ Πρέσβης της Κύπρου, Μεχμέτ Ερτουγρούογλου,  δεν εκπροσωπεί πλέον την Κυπριακή Δημοκρατία. Παρά το ότι στην ως άνω διακοίνωση του Κυπριακού Υπουργείου Εξωτερικών υπονοείτο ότι θα ορισθεί αντικαταστάτης του, αυτό δεν έγινε. Έκτοτε, το ζήτημα της διπλωματικής εκπροσώπησης της Κυπριακής Δημοκρατίας στο Ισραήλ εκκρεμούσε, ενώ το Ισραήλ συνέχιζε να διατηρεί την Πρεσβεία του στη Λευκωσία.

Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι η Τουρκοκυπριακή κοινότητα κατά τα πρώτα χρόνια της Κυπριακής ανεξαρτησίας, ακολουθώντας πιστά το δόγμα της τουρκικής περιφερειακής πολιτικής, κράτησε μια σταθερή φιλοϊσραηλινή στάση, επιδιώκοντας τη σύσταση πλήρων και ισότιμων διπλωματικών σχέσεων Κύπρου-Ισραήλ με κύριο σκοπό την όσο το δυνατόν απομάκρυνση της Λευκωσίας από την αραβική σφαίρα επιρροής.

Παρ' όλ' αυτά όμως, πέραν της καλλιέργειας των επαφών ανάμεσα στην Τουρκοκυπριακή ηγεσία και την Ισραηλινή διπλωματία, από την ομαλοποίηση των διακρατικών σχέσεων Κύπρου-Ισραήλ, πρακτικά και ουσιαστικά ωφελήθηκε κυρίως η Ελληνοκυπριακή πλευρά. Ελληνοκυπριακοί επιχειρηματικοί κύκλοι κατέστησαν εταίροι στα ισραηλινά επενδυτικά εγχειρήματα, με έμφαση στους τομείς του εμπορίου και του τουρισμού, τομείς που έδιναν ανάσα στην αναπτυσσόμενη κυπριακή οικονομία. Οι προσπάθειες που είχαν καταβληθεί τόσο από πλευράς του Ισραηλινού Υπουργείου Εξωτερικών όσο και εκ μέρους του Ραούφ Ντενκτάς, να φέρουν σε επαφή Ισραηλινούς επιχειρηματίες με Τουρκοκύπριους εμπόρους είχαν αποδώσει μηδαμινά αποτελέσματα, σε αντίθεση με την επιτυχή επιχειρηματική συνεργασία Ελληνοκυπρίων-Ισραηλινών.

Ωστόσο, η Τουρκοκυπριακή κοινότητα παρέμεινε πιστή στο να τηρεί τις περιφερειακές επιλογές της Άγκυρας και ουδέποτε έδειξε να συμπαθεί ή έστω να θελήσει να προσεγγίσει τις αραβικές χώρες, δεδομένης της εν γένει καχυποψίας που επικρατούσε στις σχέσεις μεταξύ Αράβων και Τουρκίας. Αυτός ήταν και ο κύριος λόγος που η Ισραηλινή πλευρά εντυπωσιαζόταν από τους Τουρκοκύπριους πολιτικούς παράγοντες. Οι Ισραηλινοί όμως έδειχναν να παραβλέπουν το γεγονός ότι η Ελληνοκυπριακή πλευρά και συγκεκριμένα ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος ήταν εκείνος που τελικώς απεδείχθη συνεπής στην υπόσχεσή του να τηρήσει η Κυπριακή Δημοκρατία πολιτική ίσης φιλίας και ίσων αποστάσεων τόσο ως προς το Ισραήλ όσο και ως προς τους Άραβες. Άλλωστε, η Ελληνοκυπριακή πλευρά ήταν εκείνη που είχε αναλάβει όλη την ευθύνη των διπλωματικών ελιγμών που θα μπορούσαν να βλάψουν ανεπανόρθωτα τις καλές σχέσεις με την Αίγυπτο και τις υπόλοιπες αραβικές χώρες, σχέσεις ιδιαίτερα σημαντικές για τις τότε επιδιώξεις των Ελληνοκυπρίων.   



Μετά την τουρκική εισβολή του 1974

Μετά την τουρκική εισβολή και κατοχή του βόρειου τμήματος του νησιού το 1974, αλλά και μετά την ανακήρυξη της φερόμενης "Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου" υπό την προεδρία του Ραούφ Ντενκτάς, στις 15.11.1983, το Ισραήλ δεν ενέδωσε στις παραινέσεις της Τουρκίας και δεν αναγνώρισε διπλωματικά την τουρκοκυπριακή διοικητική οντότητα. Το Ισραήλ ακολούθησε το παράδειγμα της διεθνούς κοινότητας και τη στάση που υιοθέτησαν τα ψηφίσματα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, αναγνωρίζοντας ως μόνη νόμιμη κρατική οντότητα στο νησί την Κυπριακή Δημοκρατία. Αν και η Τουρκία πέτυχε να εξασφαλίσει για την "ΤΔΒΚ" καθεστώς παρατηρητή στον Οργανισμό Ισλαμικής Συνδιασκέψεως, η στρατηγική συνεργασία Τουρκίας-Ισραήλ δεν επέτρεψε στους Τουρκοκυπρίους να στραφούν στις υπόλοιπες μουσουλμανικές χώρες, με σκοπό την διπλωματική τους αναβάθμιση. Η "ΤΔΒΚ", ούσα απομονωμένη διπλωματικά, και μη μπορώντας να καλλιεργήσει το "μουσουλμανικό" της χαρτί λόγω των ειδικών σχέσεων Τουρκίας-Ισραήλ, μοιραίως επεδείκνυε ενδοστρέφεια ως προς τα τεκταινόμενα στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο, επικεντρώνοντας την προσοχή της αποκλειστικά αφ' ενός μεν στην πολιτική της Τουρκίας όσον αφορά την στρατιωτική, οικονομική και εποικιστική παρουσία της στο νησί, αφ' ετέρου δε στις μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις με την Κυπριακή Δημοκρατία για την επίλυση του ζητήματος, οι οποίες κάθε φορά κατέληγαν σε αδιέξοδο.

Από την άλλη πλευρά, μετά την τουρκική εισβολή και ενώ οι σχέσεις μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και του Ισραήλ παρέμεναν ψυχρές σε πολιτικό επίπεδο, το Ισραήλ διατηρούσε την Πρεσβεία του στη Λευκωσία και η οικονομική συνεργασία Ελληνοκυπρίων και Ισραηλινών επιχειρηματιών δεν επηρεάστηκε. Σε διπλωματικό επίπεδο, η Κυπριακή Δημοκρατία δεν προέβη σε καμία αναβάθμιση των σχέσεών της με το εβραϊκό κράτος. Το 1994, και μόνο αφού τόσο η Ελλάδα όσο και η Τουρκία ομαλοποίησαν τις διπλωματικές τους σχέσεις με το Ισραήλ, τότε η Κυπριακή Δημοκρατία αποφάσισε να ανοίξει δική της Πρεσβεία στο Τελ Αβίβ, η οποία λειτουργεί μέχρι σήμερα.  

Ειδικότερα, όσον αφορά την Τουρκοκυπριακή κοινότητα, η "ΤΔΒΚ" διατηρεί "Γραφείο Εκπροσώπησης" στο Τελ Αβίβ, χωρίς όμως ο Τουρκοκύπριος εκπρόσωπος να συγκαταλέγεται στο διπλωματικό σώμα.[13] Ταυτόσημη πρακτική ισχύει και στις υπόλοιπες χώρες, όπου λειτουργούν "Γραφεία Εκπροσώπησης της ΤΔΒΚ" (ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο, Βέλγιο, Ελβετία, Ιταλία, Αζερμπαϊτζάν, Κατάρ, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Μπαχρέιν, Κιργιζία, Ομάν, Κουβέιτ, Σουηδία, Γερμανία).[14] 



Η μεταστροφή της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο, η τουρκοκυπριακή οντότητα και η Χαμάς.

Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι το κατοχικό καθεστώς στη Βόρεια Κύπρο θα ταυτιζόταν με οιαδήποτε πολιτική επιλογή της Τουρκίας, σε κάθε επίπεδο. Η μεταστροφή της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής στην περιφέρεια της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, είχε ως αποτέλεσμα η Τουρκία  να προσεταιρισθεί τον αραβικό κόσμο με κριτήριο την νέο-οθωμανική προσέγγιση των πολιτικών συσχετισμών στη Μέση Ανατολή , και αντιστοίχως να διακόψει την πολυετή στρατιωτική συνεργασία της με το Ισραήλ, υποβαθμίζοντας τις πολιτικές και διπλωματικές της σχέσεις με το εβραϊκό κράτος.

Η Τουρκία, θέτοντας ζήτημα διεκδίκησης των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων εντός της Κυπριακής ΑΟΖ, αυτομάτως έθεσε την "ΤΔΒΚ" στην καρδιά των περιφερειακών συσχετισμών. Η Τουρκοκυπριακή πλευρά, ενόψει τέτοιων αλλαγών της τουρκικής πολιτικής σε περιφερειακό επίπεδο, δεν μπορεί πια να διατηρεί την ίδια εσωστρέφεια που εκδήλωνε κατά το παρελθόν. Άλλωστε, όπως δεν είχε τεθεί ποτέ στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα το δίλημμα "Άραβες ή Ισραήλ" κατά τη δεκαετία του '60, όταν η Άγκυρα έκρινε ότι θα έπρεπε να ενισχυθούν οι σχέσεις της με το Ισραήλ - το δίλημμα αυτό δεν τέθηκε ούτε στην "ΤΔΒΚ", όταν η Τουρκία είχε αποφασίσει να υποβαθμίσει τις σχέσεις της με το Ισραήλ και αντίστοιχα να ενδυναμώσει τις σχέσεις της με τους άραβες και κυρίως με τη Χαμάς, την οργάνωση που ελέγχει πολιτικά και στρατιωτικά τη Λωρίδα της Γάζας.

Στα πλαίσια της νέας τουρκικής περιφερειακής πολιτικής, η Άγκυρα επέλεξε να εκδηλώσει έντονη υποστήριξη στην οργάνωση της Χαμάς, η οποία, σε αντίθεση με την διεθνώς αναγνωρισμένη Παλαιστινιακή Αρχή, δεν αναγνωρίζει το Κράτος του Ισραήλ, δεν μετέχει στις ειρηνευτικές συνομιλίες και έχει χαρακτηρισθεί από τις ΗΠΑ και την ΕΕ ως τρομοκρατική οργάνωση. Η Τουρκία βασίζει αυτήν της την επιλογή αφ' ενός στο συγγενές θρησκευτικό υπόβαθρο μεταξύ του κόμματος ΑΚΡ και του κινήματος των Αδελφών Μουσουλμάνων – στον ευρύτερο ιδεολογικοθρησκευτικό χώρο του οποίου ανήκει η Χαμάς – και αφ' ετέρου επειδή το ζήτημα της Γάζας απασχολεί ιδιαίτερα την τουρκική κοινή γνώμη. Άλλωστε η τουρκική πολιτική ηγεσία φροντίζει να υπενθυμίζει στον τουρκικό λαό τα δραματικά γεγονότα του στολίσκου του Mavi Marmara, τονίζοντας την αλληλεγγύη που δείχνει η Τουρκία προς τη Χαμάς και τους Παλαιστινίους που διαβιούν στη Γάζα.

Μέσα σε αυτό το πλέγμα σχέσεων, η τουρκική περιφερειακή πολιτική έπρεπε να εντάξει και την Τουρκοκυπριακή οντότητα στους νέους συσχετισμούς που προωθούσε με τους υπόλοιπους παίκτες της Νοτιοανατολικής Μεσογείου. Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά τον τουρκοκυπριακό παράγοντα, και με δεδομένο ότι η διεθνής διπλωματική αναγνώριση της "ΤΔΒΚ" υπό τις παρούσες συνθήκες δεν είναι εφικτή, η Άγκυρα επιδιώκει να ενδυναμώσει α) τις τουρκοκυπριακές θέσεις στις διαπραγματεύσεις για την επίλυση του Κυπριακού, β) τα δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων ως προς την εξόρυξη και εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων της Κυπριακής ΑΟΖ.

Παρ' όλ' αυτά, η προσέγγιση Άγκυρας-Χαμάς δεν σήμαινε ότι και η "ΤΔΒΚ" θα μπορούσε να προσεταιρισθεί με τον ίδιο τρόπο την παλαιστινιακή οντότητα της Γάζας. Οι διαφορές μεταξύ της "ΤΔΒΚ" και της Χαμάς είναι σημαντικές :  Το "Σύνταγμα"  της "ΤΔΒΚ" –πιστή αντιγραφή του τουρκικού κεμαλικού Συντάγματος- υιοθετεί το πολίτευμα της Προεδρικής Κοινοβουλευτικής Δημοκρατία, αναγνωρίζει τον θεσμό των πολιτικών κομμάτων, διαχωρίζει πλήρως την θρησκεία από το κράτος κατά τα πρότυπα του Κεμαλισμού. Φαινομενικά λοιπόν, εφαρμόζονται στην Τουρκοκυπριακή πολιτική πραγματικότητα τα χαρακτηριστικά μιας τυπικής Δυτικής Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, ενώ ουδέποτε εμφανίσθηκε στην Τουρκοκυπριακή κοινωνία κάποιο πολιτικό κόμμα ή τάση παρόμοια με αυτήν που εκφράζει στην Τουρκία το κυβερνών ισλαμιστικό ΑΚΡ. Σε αντίθεση λοιπόν με το τι συμβαίνει στην Τουρκοκυπριακή πολιτική πραγματικότητα, η Γάζα κυβερνάται από τη Χαμάς, που είναι μια οργάνωση επαναστατική, διοικούμενη από το πολιτικό και στρατιωτικό της σκέλος χωρίς καθορισμένη θεσμική επαλληλία, δεν προβλέπονται διαδικασίες δημοκρατικής διαδοχής της εξουσίας και ο ρόλος της θρησκείας είναι πρωτεύων, τόσο όσον αφορά την εφαρμοζόμενη νομοθεσία, όσο και ως προς τα κριτήρια των πολιτικών και στρατιωτικών επιλογών.

Από την άλλη πλευρά, καταλυτικό ρόλο παίζουν οι εξωθεσμικές τους ομοιότητες : Τόσο η Χαμάς στη Γάζα όσο και η "ΤΔΒΚ" στην Βόρεια Κύπρο αποτελούν οντότητες διπλωματικά μη αναγνωρισμένες από την διεθνή κοινότητα. Αντιμετωπίζουν διεθνή οικονομικό και διπλωματικό αποκλεισμό -ανεξαρτήτως του βαθμού των συνεπειών του-. Πέραν αυτών όμως, τόσο στη θαλάσσια περιοχή στα ανοικτά της Γάζας όσο και στα ανοικτά της Βόρειας Κύπρου, υπάρχουν σημαντικές ενδείξεις ύπαρξης ορυκτού πλούτου, τον οποίον και οι δύο αδυνατούν αφ' εαυτές να εκμεταλλευθούν, όχι μόνο λόγω της αντικειμενικής οικονομικής τους αδυναμίας αλλά κυρίως εξ αιτίας των ειδικών πολιτικών συνθηκών που αντιμετωπίζουν.

Δεν είναι προς το συμφέρον της Άγκυρας να συνδυασθούν με την "ΤΔΒΚ" οι αιτιάσεις της Δύσης περί του τρομοκρατικού χαρακτήρα της οργάνωσης της Χαμάς. Από την άλλη πλευρά όμως, το γεγονός ότι τόσο ο πληθυσμός που κατοικεί στη Γάζα όσο και ο πληθυσμός που κατοικεί στην Κατεχόμενη Βόρειο Κύπρο , υφίστανται τις συνέπειες του οικονομικού αποκλεισμού των λιμανιών αφ' ενός της Γάζας και αφ' ετέρου της Αμμοχώστου – αποτελεί για την Τουρκία ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο προπαγάνδας, που στοχεύει στο να οδηγηθεί σε συναισθηματικώς φορτισμένα συμπεράσματα η μη επαρκώς ενημερωμένη διεθνής κοινή γνώμη.  Ο διεθνής εμπορικός αποκλεισμός που επιβλήθηκε στους Τουρκοκυπρίους , σύμφωνα πάντα με την Τουρκία, αποτελεί ταυτόσημη περίπτωση με τον αντίστοιχο αποκλεισμό των Παλαιστινίων που ζουν υπό την διοίκηση της Χαμάς. Παρά τα πλείστα νομικά επιχειρήματα που θα αντιτάσσονταν σε αυτήν την λογική και ιστορική υπέρβαση που επίμονα εκφράζεται από την Τουρκία, κατά την παρούσα νέο-οθωμανική θεώρηση  το στοιχείο του 'αποκλεισμού' είναι αυτό που συνδέει την πραγματικότητα του Τουρκοκυπριακού διοικητικού μορφώματος και της διοικητικής εξουσίας που ασκεί η οργάνωση της Χαμάς στη Λωρίδα της Γάζας. Τελικός σκοπός αυτού του συλλογισμού που προωθεί η Τουρκία είναι να αξιοποιηθεί η διεθνής συμπάθεια προς τον δοκιμαζόμενο άμαχο πληθυσμό της Γάζας υπέρ των επιδιώξεων της "ΤΔΒΚ", είτε κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων που αφορούν τη διαμόρφωση των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης με την Ελληνοκυπριακή πλευρά, είτε κατά το απώτερο μέλλον -  όταν πλέον η Τουρκία θα θελήσει να προωθήσει την άρση του αποκλεισμού του λιμανιού της Αμμοχώστου, ανεξάρτητα από την έκβαση –ή ακόμα και εις βάρος - των συνομιλιών για την επίλυση του Κυπριακού.

Στα πλαίσια αυτής της τουρκικής επικοινωνιακής μεθόδευσης εντάσσεται και η αποστολή του στολίσκου που είχε σκοπό να μεταφέρει ανθρωπιστική βοήθεια από την Τουρκία προς τη Γάζα με το πλοίο Mavi Marmara, τον Μάιο του 2010. Το δρομολόγιο του Mavi Marmara δεν καθορίσθηκε τυχαία. Ο τελευταίος σταθμός του πλοίου πριν να φτάσει στο αποκλεισμένο λιμάνι της Γάζας, δεν ήταν άλλος από το παράνομο λιμάνι της Αμμοχώστου. Οι λόγοι ήταν καθαρά συμβολικοί: Το ανθρωπιστικό υλικό, που συγκεντρώθηκε από την Τουρκία, μεταφέρεται με τελικό σταθμό το αδίκως αποκλεισμένο λιμάνι της Αμμοχώστου στο εξ ίσου άδικα αποκλεισμένο λιμάνι της Γάζας, προκειμένου να παραλληλισθεί ο αποκλεισμός των Τουρκοκυπρίων με τον αποκλεισμό των Παλαιστινίων και με τον τρόπο αυτό, επ'ευκαιρία της ευαισθητοποίησης  της κοινής γνώμης για τους κατοίκους της Γάζας, να προβληθεί το μόνιμο αίτημα του κατοχικού καθεστώτος στα Κατεχόμενα της Κύπρου να ανοίξει το κατεχόμενο και παράνομο λιμάνι της Αμμοχώστου.[15]

Ο συνειρμός αυτός έγινε αντιληπτός από την Κυπριακή Δημοκρατία, η οποία τότε δεν επέτρεψε τη διέλευση του Mavi Marmara από τα χωρικά ύδατα της Κύπρου – εκπλήσσοντας ακόμα και τους έλληνες ακτιβιστές, οι οποίοι είχαν θεωρήσει ότι η Κύπρος αναίτια υιοθέτησε μια τέτοια 'αντιπαλαιστινιακή' στάση. Είναι όμως σαφές ότι η Κυπριακή Δημοκρατία, η οποία όχι μόνο παραδοσιακά διάκειται υπέρ των αιτημάτων του Παλαιστινιακού λαού για ανεξαρτησία, αλλά και ότι κατά την τότε χρονική περίοδο διοικείτο από το αριστερό ΑΚΕΛ, που και αυτό καθ' όλη τη διάρκεια της πολιτικής του διαδρομής τηρούσε έντονη φιλοπαλαιστινιακή και αραβόφιλη στάση. Ήταν απολύτως κατανοητό ότι η Κυπριακή Δημοκρατία, κατά την προκειμένη περίπτωση, είχε να αντιμετωπίσει ένα επικίνδυνο προηγούμενο de facto νομιμοποίησης ενός από τα πολλά τετελεσμένα γεγονότα της τουρκικής κατοχής : το ξαφνικό "άνοιγμα" του παράνομου λιμανιού της Αμμοχώστου και μάλιστα για λόγους ανθρωπιστικούς προς τη Γάζα, υπέρ της οποίας η διεθνής κοινή γνώμη ήταν και συνεχίζει να είναι ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένη.

Κατόπιν των ανωτέρω, είναι απολύτως κατανοητή η ασυνήθιστη αλληλεγγύη που εκδήλωσε σύσσωμη η Τουρκοκυπριακή πολιτική σκηνή στις εξελίξεις στη Γάζα, κατά τη φετινή 40η επέτειο της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, τον Ιούλιο του 2014. Ωστόσο, η αλληλεγγύη των Τουρκοκυπρίων προς τον Παλαιστινιακό λαό είναι εξαιρετικά όψιμη, αν αντιπαραβάλλουμε την καθαρά φιλοϊσραηλινή στάση που η Τουρκοκυπριακή ηγεσία είχε τηρήσει κατά τα πρώτα χρόνια ζωής της Κυπριακής Δημοκρατίας στη δεκαετία του '60, όπως αναλυτικά εξετέθη ανωτέρω.


ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ

1. Παραδοσιακά, η τουρκοκυπριακή ηγεσία ακολουθεί πιστά το δόγμα της περιφερειακής πολιτικής της Τουρκίας, της μόνης χώρας που αναγνωρίζει διπλωματικά και εξ ολοκλήρου συντηρεί οικονομικά την "Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου". Εξ αιτίας της πλήρους εξάρτησης των Τουρκοκυπρίων από την μητέρα-πατρίδα, η στάση της τουρκοκυπριακής κοινότητας έναντι των περιφερειακών παικτών καθορίζεται ουσιαστικά απ'ευθείας από την Άγκυρα. Κατά τα πρώτα χρόνια της ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας (1960-1963) η τουρκοκυπριακή κοινότητα αποτέλεσε τον κύριο εσωτερικό ανασταλτικό παράγοντα προκειμένου να μην αποτελέσει η Κύπρος μια χώρα-δορυφόρο των αραβικών συμφερόντων στην περιοχή και συνέτεινε αποφασιστικά στη σύσταση ομαλών διπλωματικών σχέσεων της Κυπριακής Δημοκρατίας με το Ισραήλ-, εφαρμόζοντας κατά γράμμα την τότε τουρκική περιφερειακή πολιτική. Τώρα η "ΤΔΒΚ" εφαρμόζει ακόμα μια φορά πιστά την τουρκική περιφερειακή πολιτική, τηρώντας σαφή εχθρική στάση έναντι του Ισραήλ – στηρίζοντας πολιτικά και διπλωματικά την οργάνωση της Χαμάς.

2. Είναι σαφής η προσπάθεια της Τουρκίας να αξιοποιήσει τα τεκταινόμενα στη Λωρίδα της Γάζας, συνδέοντας τον εμπορικό αποκλεισμό που υφίσταται ο πληθυσμός της με τον αντίστοιχο εμπορικό αποκλεισμό που ασκείται εκ μέρους της διεθνούς κοινότητας έναντι του κατοχικού καθεστώτος στη Βόρειο Κύπρο. Αιχμή του επικοινωνιακού δόρατος με σκοπό την προβολή των φαινομενικών ομοιοτήτων Τουρκοκυπρίων-Παλαιστινίων της Γάζας, αποτελεί ο εμπορικός αποκλεισμός των λιμανιών της Αμμοχώστου και της Γάζας, αντίστοιχα.

3. Το αιματηρό επεισόδιο που σημειώθηκε στον στολίσκο του Mavi Marmara την 1η Ιουνίου 2010 στα ανοιχτά της Γάζας, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους εννέα τούρκοι ακτιβιστές της μη κυβερνητικής οργάνωσης ΙΗΗ από πυρά του ισραηλινού στρατού και τα γεγονότα που επακολούθησαν σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο μεταξύ Τουρκίας και Ισραήλ, δεν επέτρεψαν τότε στην Άγκυρα να προβάλει επικοινωνιακά και στον βαθμό που θα ήθελε αυτήν την διασύνδεση Γάζας – Αμμοχώστου. Παρ' ολ' αυτά όμως, υπάρχουν ενδείξεις ότι όσο η κατάσταση στη Γάζα θα οξύνεται και με δεδομένο το έντονο ενδιαφέρον της τουρκικής και διεθνούς κοινής γνώμης για τις εξελίξεις στην περιοχή, η ανάδειξη κατασκευασμένων συνειρμών Γάζας-Αμμοχώστου εκτιμάται πως δεν έχει λησμονηθεί από τουρκικής πλευράς. Απόδειξη αυτής της μεθόδευσης αποτελεί η έμφαση που δόθηκε από το κατοχικό καθεστώς της "ΤΔΒΚ" στην πρόσφατη 40η επέτειο της εισβολής στο νησί. 

4. Την 27.7.2014 η τουρκική ισλαμιστική ανθρωπιστική οργάνωση ΙΗΗ ανακοίνωσε ότι σύντομα θα πραγματοποιούσε νέο δρομολόγιο θαλάσσιας μεταφοράς ανθρωπιστικής βοήθειας από την Τουρκία προς τη Γάζα, τονίζοντας ότι αυτή τη φορά ο στολίσκος θα συνοδευόταν από το τουρκικό πολεμικό ναυτικό για να αποκρούσει οποιαδήποτε εχθρική ενέργεια[16]. Λίγες ημέρες αργότερα ανακοινώθηκε ότι η ανθρωπιστική αυτή επιχείρηση εν τέλει δεν θα γίνει, και ότι η Τουρκία θα μεταφέρει ανθρωπιστικό υλικό προς τη Γάζα αεροπορικώς και μέσω του Ισραήλ.
Ωστόσο η τουρκοκυπριακή κοινή γνώμη, επηρεασμένη από τον έντονο φιλοπαλαιστινιακό απόηχο και τους συνειρμούς που εκφράσθηκαν από επίσημα χείλη κατά την πρόσφατη 40η επέτειο της τουρκικής εισβολής, φαίνεται πως έχει επαρκώς προετοιμασθεί από την πολιτική της ηγεσία, η οποία εκτιμάται ότι την κατάλληλη στιγμή θα προσπαθήσει να αξιοποιήσει επικοινωνιακά και πολιτικά τις ιστορικές υπερβάσεις που έχει αρχίσει να προβάλει.

    
          





[1] Sak, Guven "Turkish Cypriots are like Palestinians", Hurriyet Daily News, 01.03.2014 http://bit.ly/1nMSK8Q
[2]  Bayrak Radyo Televizyon Kurumu, "Πολιτικά κόμματα - Γάζα" (16.07.2014) http://bit.ly/1nLZ3JP
[3]  Bayrak Radyo Televizyon Kurumu, "ΤΔΒΚ-Γάζα" (18.07.2014) http://bit.ly/1mSSOO4
[4]  ό.π.
[5]  Kibris Gazetesi, "Barışın ve özgürlüğün kıymetini iyi bilirim"  (21.07.2014) http://bit.ly/1rO6KPG
[6] Parikiaki Newspaper, "Eroglu : The Palestinian issue shows why the Turkish Cypriots insist on the guarantees of Turkey" (22.07.2014)  http://bit.ly/1Ankfd5
[7] Bayrak Radyo Televizyon Kurumu, "Καταδίκη και Αλληλεγγύη" (23.07.2014) http://bit.ly/1kfhTYS
[8] Ο Δ/ντης του Τμήματος Βρετανικής Κοινοπολιτείας του Ισραηλινού Υπουργείου Εξωτερικών, Michael Comay, απέστειλε το από 11.09.1950 και υπ'αριθμόν ΜΗ10854 τηλεγράφημα προς την Πρεσβεία του Ισραήλ στο Λονδίνο, αναφέροντας ότι ο Yerakhmiel Yaron εγκαταστάθηκε στη Λευκωσία υπό την ιδιότητα του Γενικού Προξένου του Ισραήλ στην Κύπρο και ότι το Γενικό Προξενείο του Ισραήλ άρχισε να λειτουργεί κατά την ως άνω ημερομηνία, με προσωρινή έδρα το ξενοδοχείο Λήδρα Πάλας. [ Israel State Archives/RG130/MFA/2584/11 ]  
[9]  Israel State Archives/RG93/MFA/1008/1 . Το από 12.01.1961 και υπ'αρ. πρωτ. 24/60 έγγραφο του Γραφείου του Αντιπροέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, υπογεγραμμένο από τον Αναπληρωτή Γραμματέα A. C. Muftizade, προς την Γραμματεία της Προεδρίας της Κυπριακής Δημοκρατίας.
[10] Israel State Archives/RG93/MFA/1008/1
[11] Israel State Archives/RG130/MFA/3444/13
[12]  Η από 27.05.1963 και υπ'αρ. 477/420.1 αναφορά του Shaul Kariv, Δ/ντη του Τμήματος Δυτικής Ευρώπης του Ισραηλινού Υπουργείου Εξωτερικών με αποδέκτες την Πρεσβεία του Ισραήλ στη Λευκωσία και τη Διπλωματική Αποστολή του Ισραήλ στην Άγκυρα.
Israel State Archives/RG130/MFA/3444/14
[13] Στον ισχύοντα Διπλωματικό Κατάλογο που εξέδωσε το Τμήμα Πρωτοκόλλου του Ισραηλινού Υπουργείου Εξωτερικών την 04.08.2014, το "Γραφείο Εκπροσώπησης" της "ΤΔΒΚ" δεν συμπεριλαμβάνεται.
Πρβλ : Diplomatic List, Protocol Department, Israel Ministry of Foreign Affairs, Jerusalem, 04/08/2014.
[15]  Haritos, Gabriel "Cyprus, Turkey and Israel : Changing Realities and Dilemmas" , Tel Aviv Notes, Vol.7 No.7, Moshe Dayan Center for Middle Eastern and African Studies, Tel Aviv University, 10.04.2013  http://bit.ly/1shXwuv
[16]  Rozenberg, Rina "Second Turkish Gaza Flotilla will have military escort, group says", Haaretz (27.7.2014)  http://www.haaretz.com/news/diplomacy-defense/1.607508


Δεν υπάρχουν σχόλια: