Σελίδες

4.12.14

Οι παράμετροι των εξελίξεων μεταξύ Ισραήλ-Παλαιστινίων. Τι δείχνει το εθνο-θρησκευτικό κύμα βίας στην Ανατολική Ιερουσαλήμ

Δημοσιεύθηκε από την ελληνική έκδοση του περιοδικού Foreign Affairs
στις 05.12.2014

ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Το κύμα εθνοθρησκευτικής βίας στην Ανατολική Ιερουσαλήμ από τον Ιούλιο του 2014 μέχρι σήμερα, ανέδειξε την αδυναμία τόσο της Παλαιστινιακής Αρχής όσο και της Χαμάς να μετουσιώσουν πολιτικά τα αιτήματα της αραβικής κοινής γνώμης της πόλης. Οι απειλές για μεταβολή του status quo όσον αφορά τα δικαιώματα λατρείας στο "Όρος των Τεμενών" ("Όρος του Ναού") προσέδωσαν έντονο θρησκευτικό χαρακτήρα στο ήδη τεταμένο συγκρουσιακό κλίμα μεταξύ του εβραϊκού και του παλαιστινιακού στοιχείου. Με την πάροδο των μηνών και την ολοένα αυξανόμενη ένταση, το ερώτημα περί έναρξης ή μη μίας τρίτης Ιντιφάντα προσλαμβάνει περισσότερο θεωρητικό παρά πρακτικό περιεχόμενο. Η αδυναμία εξεύρεσης πολιτικής λύσης δημιουργεί πρόσφορο έδαφος για την υιοθέτηση μέτρων πρόληψης και καταστολής, ενώ, ως αντίβαρο της απουσίας ηγεσίας στην αραβική κοινωνία της Ανατολικής Ιερουσαλήμ, ΗΠΑ και Ισραήλ αποφασίζουν να αναβαθμίσουν τον επί πολλά χρόνια ξεχασμένο ιορδανικό παράγοντα. Τα βίαια επεισόδια των τελευταίων μηνών κατέδειξαν τις βασικές παραμέτρους που επηρεάζουν τις εξελίξεις, η αποτίμηση των οποίων είναι απαραίτητη εν όψει των επικείμενων πρόωρων βουλευτικών εκλογών στο Ισραήλ.

 
χάρτης του κέντρου της πόλης της Ιερουσαλήμ
Επίμονα τίθεται το ερώτημα εάν και κατά πόσον το κύμα βίαιων συγκρούσεων μεταξύ των ισραηλινών δυνάμεων ασφαλείας των νεαρών παλαιστινίων διαδηλωτών στην Ανατολική Ιερουσαλήμ από τις αρχές του Ιουλίου 2014 έως και σήμερα αποτελεί τον προάγγελο ή ακόμα και την απαρχή μίας τρίτης Ιντιφάντα. Αντιφατικές είναι οι εκτιμήσεις από τα διεθνή ΜΜΕ αλλά και από έγκυρες ισραηλινές και παλαιστινιακές πηγές, οι οποίες προσπαθούν να αποκρυσταλλώσουν τις εικόνες που εκτυλίχθηκαν τους περασμένους μήνες στους δρόμους της Ιερουσαλήμ και που εύλογα παραπέμπουν στις ταραγμένες περιόδους του τέλους της δεκαετίας του '80 και τις αρχές της δεκαετίας του 2000.

Η απρόσμενα αθόρυβη παρέλευση της φετινής 11ης Νοεμβρίου -ημερομηνία κατά την οποία συμπληρώθηκαν δέκα χρόνια από τον θάνατο του ιστορικού ηγέτη των Παλαιστινίων, Γιάσερ Αραφάτ- φώτισε ιδιαίτερες πτυχές της σημερινής παλαιστινιακής πολιτικής πραγματικότητας. Λαμβάνοντας υπ' όψιν τα γεγονότα που μεσολάβησαν από τον περασμένο Ιούλιο, συγκρίνοντάς τα με τα κύρια χαρακτηριστικά αλλά και τα αποτελέσματα της πρώτης Ιντιφάντα του 1987 και της δεύτερης του 2000 - η απάντηση στο ερώτημα περί της απαρχής η μη μίας τρίτης παλαιστινιακής εξέγερσης, γίνεται ολοένα και πιο σαφής.


Ομοιότητες και διαφορές μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης Ιντιφάντα
(1987, 2000)

Αποτιμώντας περιληπτικά την οργανωτική δομή, τα αιτήματα και τα πολιτικά αποτελέσματα της πρώτης και της δεύτερης Ιντιφάντα, μπορούμε πλέον με βεβαιότητα να καταλήξουμε στα εξής βασικά συμπεράσματα ως προς τα σημεία σύγκλησης και απόληξής τους :
1. Η οργάνωση βομβιστικών επιθέσεων και η μετεξέλιξη των αρχικά αυθόρμητων και πάνδημων διαδηλώσεων στη Δυτική Όχθη και στη Λωρίδα της Γάζας, αποτελούσαν το αποτέλεσμα μιας καλά δομημένης επιχειρησιακής προεργασίας. Η επιλογή των στόχων, η εκπαίδευση των δραστών και ο γενικότερος συντονισμός στα πλαίσια των μικρών τοπικών κοινωνιών – όλα αυτά προϋπέθεταν μεθοδικότητα, πυρήνες, στρατολόγηση, εκπαίδευση και τεχνικά μέσα.

1.12.14

Is an 'Energy Tetrahedron' feasible in the South East Mediterranean?

Δημοσιεύθηκε από το Κυπριακό Κέντρο Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων 
του Πανεπιστημίου Λευκωσίας
(Περιοδική έκδοση InDepth Vol.11 Issue 6 / 01.12.2014 )

Publishe by the Cyprus Centre of European and International Affairs
University of Nicosia

Egypt, under the presidency of Abdel Fatah Al-Sisi, is re-experiencing the implementation of the Mubarak doctrine on the country's regional alliances. Al-Sisi, one of the key figures during the uprising against Mohammad Morsi's regime in 2012, has been very clear about the way he sees Egypt's place in the world: Cairo strengthened its intelligence and military cooperation with Israel vis-à-vis the Hamas regime in the Gaza Strip, which allegedly holds strong ties with Islamic factions in the Sinai peninsula. The Egyptian government clearly shows its strategic resilience to the US-led coalition against the Islamic State in Syria and Iraq, which has resulted in the renewal of the decades-long political alliance with other pro-Western Sunni Arab States, such as Saudi Arabia, Iraq, Jordan, the UAE, Kuwait, Oman and Bahrain. Al-Sisi does his best in order to show his differentiation towards the Muslim Brotherhood's brief control of political power under Morsi, adopting severe measures against radical political Islam, in order to remind to the West that Cairo is able to continue to bridge the Arab world and the West, as it did during the Mubarak era. Egypt is annoyed by Turkish and Qatari intrusiveness over the issues concerning the influence of political Islam in Egypt's political scene and in the Levant in general. At the same time, Egypt and the West are preoccupied with the unstable situation in neighboring Libya, while both keep a low profile towards Assad's secular regime in view of a Western-led coalition against the Islamic State.

President Al-Sisi's regional agenda shows that Mubarak's legacy in the country's foreign policy will continue to affect Egyptian decision-makers, following a brief period of pro-Islamic ambivalence that puzzled the country's traditional ties with Western countries in the Mediterranean, that shared a common past of good relations. One of those countries is the Republic of Cyprus.


In a volatile Middle East and South east Mediterranean, regional alliances do not remain stable. However, geographical facts do - and Cyprus has always been important for Egypt. During the '60s Gamal Abdel Nasser viewed Cyprus as a strategic ally that might reflect Cairo's regional endeavors through Nicosia's activity in the Non-Aligned Movement, despite – and due to - the fact that the island was an integral part of NATO's regional military presence. During the '70s and '80s Cyprus was an additional positive factor for Egypt's commercial and diplomatic relations with the West. Nevertheless, Cairo understood well that keeping a low profile over the continuing Turkish occupation of the northern part of the island was essential in order to prevent any undesired correlation affecting Cairo's normalized, yet vulnerable, ties with Israel, a country which maintained a strong strategic alliance with Ankara for decades.

16.10.14

The ISIL Threat and the New Middle Eastern Consensus

Δημοσιεύθηκε από το Κυπριακό Κέντρο Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων 
του Πανεπιστημίου Λευκωσίας
(Περιοδική έκδοση InDepth Vol.11 Issue 5 / 16.10.2014

Published by the Cyprus Centre of European and International Affairs
University of Nicosia


The ISIL has succeeded to change the Western agenda in the Middle East within months, through their key military moves in Iraq and the north-eastern Syrian territories and by means of a systematically conducted psychological warfare through internet and social media.  Following the video footages of the Islamic State's military operations and beheadings of western journalists and humanitarian aid workers, Western and the Middle Eastern states are facing an unprecedented strategic consensus. The numerous regional players are ostensibly setting aside their contradictory interests and unilateral endeavors, reacting positively to the formation of an American-led multidisciplinary coalition against radical Jihadism, in general and ISIL, in particular.  
 
President Barak Obama in a dramatic televised address on 11.9.2014, called for a regional alliance against the ISIL. Nevertheless, such a consensus should not be misinterpreted that long-standing differences in the region would ultimately disappear. On the contrary, it would not be cynical to assess that the ISIL threat will eventually prove itself as an important opportunity for the various regional players to promote their own interests, which contradict those of their meant-to-be temporary allies.


The US administration for the last decade has failed to bring peace and stability to Iraq. The US has failed to promote the peace negotiations between Israel and the Palestinian Authority. Washington was proven to be reluctant to force an end to the Syrian civil war. American efforts to bring Israel and Turkey back together did not reach any results. US-Iran relations did not show any amelioration. The US has failed, so far to impose a strong stance on the dispute over the natural gas reserves between Turkey and Cyprus which could lead to the island's reunification and to the end of the Turkish military occupation, while the Kurdish rebels seem to be gaining points in the regional strategic mosaic – a fact that Ankara is watching very closely. After the recent conflict in Gaza, Egyptian President Al-Sissi reassessed his country's pro-Western stance.  Qatar, despite its strong ties with the US-administration and the West, appears to have alienated itself towards the other GCC countries and Egypt when it comes to exclusively Arab affairs and this has resulted in Doha's diplomatic isolation from its Arab counterparts. On the other hand, the internationally delegitimized Bashar Al-Assad's regime in Damascus is being reinforced on the ground, although the situation recently in the Syrian-Israeli border is considered to be unstable.

8.8.14

Μεταξύ Γάζας και Αμμοχώστου

Δημοσιεύθηκε στην ελληνική διαδικτυακή έκδοση του περιοδικού Foreign Affairs 
στις 08.08.2014


ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Κατά τον εορτασμό της φετινής 40ης επετείου από την τουρκική εισβολή και κατοχή του βορείου τμήματος της Κύπρου, οι Τουρκοκύπριοι πολιτικοί ηγέτες – σε αντίθεση με άλλες χρονιές- έδωσαν ιδιαίτερη έμφαση στα τεκταινόμενα στη Λωρίδα της Γάζας, παραλληλίζοντας την εκεί πραγματικότητα με την κατάσταση που ισχύει στην Κατεχόμενη Βόρεια Κύπρο. Οι συνειρμοί που εκφράζονται από επίσημα χείλη στα Κατεχόμενα της Κύπρου, ρίχνουν περισσότερο φως στον τρόπο με τον οποίο η Τουρκοκυπριακή διοικητική οντότητα και η περιφερειακή πολιτική της Τουρκίας συσχετίζουν δύο παράλληλες πραγματικότητες, με αιχμή του δόρατος της κοινής τους θεώρησης δύο λιμάνια, που βρίσκονται τόσο κοντά αλλά και τόσο μακριά το ένα από το άλλο : το λιμάνι της Γάζας και το λιμάνι της Αμμοχώστου.

-------------------------------------

                Στα Κατεχόμενα της Βόρειας Κύπρου η φετινή 40η επέτειος της τουρκικής εισβολής και κατοχής ήταν ξεχωριστή σε σχέση με όλες τις προηγούμενες. Θα ανέμενε κανείς ότι καθαυτό το γεγονός της συμπλήρωσης τεσσάρων δεκαετιών από τα γεγονότα του καλοκαιριού του 1974 θα αποτελούσε από μόνο του το επίκεντρο των επετειακών εκδηλώσεων. Ωστόσο , η επί 40 χρόνια οικονομική και διπλωματική απομόνωση της επονομαζόμενης "Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου" σε συνάρτηση με την έκδηλη απαισιοδοξία της Τουρκοκυπριακής κοινής γνώμης για την μελλοντική πορεία της κατοχικής διοικητικής οντότητας, δεν προσφέρονταν για ευχάριστους απολογισμούς. Σύμφωνα με έρευνα που διεξήχθη το 2011 από το Τουρκικό Ίδρυμα Έρευνας Οικονομικής Πολιτικής, TEPAV, λιγότερο από το 20% των Τουρκοκυπρίων δήλωναν ευχαριστημένοι από την κατάσταση που επικρατούσε τότε στην "ΤΔΒΚ". Εννέα στους δέκα κατοίκους των Κατεχομένων δήλωναν απαισιόδοξοι για τη βιωσιμότητα του κατοχικού πολιτικού κατεστημένου και της "ΤΔΒΚ".[1] Έκτοτε, κανένα γεγονός δεν συνετέλεσε στο να μεταβληθούν οι απαισιόδοξες τάσεις της τουρκοκυπριακής κοινής γνώμης, όχι μόνο λόγω της στασιμότητας των διαπραγματεύσεων με την Ελληνοκυπριακή πλευρά και της συνεχιζόμενης διπλωματικής απομόνωσης της "ΤΔΒΚ". Η χρηματοπιστωτική κρίση που αντιμετωπίζει η Κυπριακή Δημοκρατία, όσο παράδοξο ίσως ακούγεται, διέψευσε την ελπίδα πολλών Τουρκοκυπρίων πολιτών, που έβλεπαν την οικονομική ευρωστία του νότου ως ευκαιρία διεξόδου από το πολιτικό και οικονομικό αδιέξοδο που επί τέσσερεις δεκαετίες τώρα αντιμετωπίζει ο κατεχόμενος βορράς.

Καθ'όλα τα προηγούμενα χρόνια, οι διχαστικές μνήμες αποτελούσαν το μόνιμο σημείο αναφοράς των επετειακών εκδηλώσεων του κατοχικού καθεστώτος. Αυτή η προσέγγιση δεν εξέπληττε κανέναν. Με αυτόν τον τρόπο, αφ'ενός δικαιολογείτο πολιτικά και ιστορικά η τουρκική εισβολή του 1974 και αφ' ετέρου προβάλλονταν τα οφέλη της μετέπειτα 'Τουρκοκυπριακής χειραφέτησης', απτή απόδειξη της οποίας προβαλλόταν η καθαυτή ύπαρξη της "Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου" – η οποία όμως συνεχίζει να μην αναγνωρίζεται από την διεθνή κοινότητα, με εξαίρεση την κατέχουσα μητέρα-πατρίδα Τουρκία.

Φέτος το κατοχικό καθεστώς επέλεξε να μην προσπαθήσει να ωραιοποιήσει έναν ούτως ή άλλως θλιβερό απολογισμό της διπλωματικής, πολιτικής και οικονομικής του πορείας κατά τα τελευταία 40 χρόνια. Επέλεξε να αξιοποιήσει την ένοπλη σύρραξη Ισραήλ και Χαμάς στη Λωρίδα της Γάζας για να στηρίξει ακόμα μια φορά τη φοβική προσέγγιση της πιθανότητας επανένωσης του νησιού. Οι Τουρκοκύπριοι αξιωματούχοι συσχέτισαν την περιπέτεια που βιώνει σήμερα ο άμαχος πληθυσμός της Γάζας με τα όσα δεινά πιθανόν θα αντιμετώπιζαν οι Τουρκοκύπριοι εάν η τουρκική εισβολή του 1974 δεν είχε συμβεί. Ο Τουρκοκύπριος ηγέτης Ντερβίς Έρογλου και σύσσωμος ο πολιτικός κόσμος των Κατεχομένων παρομοίασαν τον Τουρκοκυπριακό πληθυσμό με τους άμαχους Παλαιστινίους, αφήνοντας να εννοηθούν αντίστοιχοι φοβικοί συνειρμοί, συσχετίζοντας την Ελληνοκυπριακή πλευρά με την παρούσα  Ισραηλινή στρατιωτική δράση στη Γάζα.  

4.8.14

Εκεί που κυβερνά ο παραλογισμός του πολέμου (συνέντευξη στην εφημερίδα "Νέος Κόσμος")

Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε στις 4.8.2014 από την εφημερίδα "Νέος Κόσμος" της Μελβούρνης 
και στη δημοσιογράφο Ευγενία Παυλοπούλου

Ανατολική Ιερουσαλήμ, οδός Sultan Suleiman
Μία έρευνα για το διδακτορικό του οδήγησε τον Γαβριήλ Χαρίτο στην απόφαση να αφήσει προσωρινά την Ελλάδα και να εγκατασταθεί στα Ιεροσόλυμα. Η Μεσόγειος και πιο συγκεκριμένα η σύγχρονη και ταραχώδης όπως πάντα από τα βάθη των αιώνων, ιστορία των λαών της πάντα τον συνάρπαζε σε σημείο μάλιστα που έγινε γι’ αυτόν κύριος στόχος μελέτης.
Πριν από ένα χρόνο περίπου όταν εγκαταστάθηκε στα Ιεροσόλυμα φαινομενικά τουλάχιστον η κατάσταση στο Ισραήλ έδειχνε ήρεμη και τα Ιεροσόλυμα τον μάγεψαν.  
«Είναι μία πολυπολιτισμική πόλη όπου μπλέκονται όλα γλυκά. Από τη μια οι θρησκείες, οι γλώσσες, οι πολιτισμοί κι από την άλλη η γνωστή δυτικότροπη πραγματικότητα. Ναι μεν η θρησκεία παίζει μεγάλο ρόλο στην καθημερινότητα, αλλά τα Ιεροσόλυμα παρέμεναν και παραμένουν μία κοσμοπολίτικη πόλη που τα έχει όλα. Η αλήθεια είναι πως υπάρχει ένα αόρατο σύνορο το  οποίο όσοι έρχονται εδώ στα Ιεροσόλυμα έστω και για μία μέρα μπορούνε να το καταλάβουνε.

Τα όρια, αν και αόρατα, είναι ωστόσο σαφή: Η δυτική πλευρά είναι η Δύση και η ανατολική πλευρά είναι η Ανατολή. Αλλά αυτό το αόρατο σύνορο δεν εμποδίζει την κανονική ροή της ζωής ένθεν κακείθεν. Για παράδειγμα θα βγεις το βράδυ θα πας σε ένα μπαρ. Στο μπαρ ή θα είναι όλοι Εβραίοι, ή ξένοι ή και Άραβες και μετά ο ταξιτζής που θα σε φέρει σπίτι σου ίσως να είναι Άραβας ή Εβραίος που θα κατάγεται από την Πολωνία ή την Περσία. Φίλοι μου Άραβες δικηγόροι έχουν πελάτες υπερορθόδοξους Εβραίους ή το αντίθετο. Οι μισοί γιατροί στο κρατικό νοσοκομείο είναι Άραβες» μου λέει ο Γαβριήλ προσπαθώντας να περιγράψει τα Ιεροσόλυμα που ζούσε πριν από δύο μήνες. Ο ενεστώτας χρόνος στην περιγραφή του ακούγεται σαν έκφραση μίας ενδόμυχης ελπίδας, ότι ο παραλογισμός του πολέμου που ένα μήνα τώρα «σφυροκοπά» την ευρύτερη περιοχή δεν θα καταστρέψει την πόλη και την κοινωνία  που αυτός γνώρισε. Είναι μία ενδόμυχη ελπίδα όμως, που η πραγματιστική θεώρηση του Γαβριήλ, ως ερευνητή διεθνών σχέσεων, αναιρεί μέρα με τη μέρα.

Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
«Δεν άλλαξαν όλα μονομιάς και οι αλλαγές δεν άρχισαν από τους βομβαρδισμούς στη Γάζα. Είχαν αρχίσει πιο πριν. Άρχισαν από την δολοφονία των τριών εφήβων Εβραίων που είχε γίνει λίγο έξω από τα Ιεροσόλυμα. Τον περασμένο Ιούνιο, όταν επί 18 μέρες ο στρατός έψαχνε στη Δ. Όχθη για να βρει τους δράστες, ο ισραηλινός Τύπος κυκλοφορούσε με πρωτοσέλιδα που ενίσχυαν τα πάθη.  Όταν βρέθηκαν τα πτώματα δόθηκε στη δημοσιότητα ένα τηλεφώνημα που είχε κάνει ο ένας από τους τρεις απαχθέντες εφήβους στην Αστυνομία λέγοντας ότι τον έχουν απαγάγει. Σε εκείνο το τηλεφώνημα ακούστηκε μία φωνή να μιλά σε αραβική γλώσσα και να λέει "κάτω τα κεφάλια" και ύστερα ακούγονταν οι πυροβολισμοί. Αυτή η κασέτα και αυτό το γεγονός δημιούργησε ένα κλίμα εκρηκτικό. Όλες αυτές τις 18 μέρες που είχαν προηγηθεί άκουγα από το παράθυρό μου κάθε μέρα δημόσιες δεήσεις, φωνές, αλαλαγμούς από το Τείχος των Δακρύων για να βρεθούν ζωντανοί οι τρεις νέοι. Η κοινωνία είχε αρχίσει να βράζει. Τα πράγματα έγιναν χειρότερα όταν λίγες μέρες μετά τη δημοσιοποίηση αυτής της κασέτας και την εύρεση των πτωμάτων των τριών εφήβων, έγινε η άλλη δολοφονία. Αυτή του Παλαιστινίου εφήβου από Εβραίους. Τότε άρχισε και η παλαιστινιακή πλευρά να αντιδρά βίαια. Εκείνη την περίοδο η πόλη της συνύπαρξης που εγώ ήξερα, άλλαξε άρδην. Εγώ μένω στην αραβική πλευρά και σε απόσταση πολύ κοντινή από το Τέμενος του Ομάρ.  Την ημέρα που σκοτώθηκε το παιδί των παλαιστινίων άρχισαν και οι οδομαχίες στη γειτονιά μου, κυριολεκτικά έξω από την πόρτα μου. Το τελευταίο κύμα έντασης στην Ιερουσαλήμ ανάμεσα σε Εβραίους και Άραβες υπήρχε ήδη πριν από την στρατιωτική επιχείρηση στη Γάζα».

29.7.14

Η στρατιωτική επιχείρηση στη Γάζα -Εκτιμήσεις (συνέντευξη στον Ρ/Σ Αθήνα 984)

Ακούστε τη συνέντευξη που παραχώρησα στις 29.07.2014 για τις εξελίξεις στη Γάζα και στο Ισραήλ στο ραδιοφωνικό σταθμό Αθήνα 984 και στον Θύμη Τσιλιόπουλο, στην εκπομπή του "Transit On Air", η οποία μεταδίδεται από Δευτέρα έως και Παρασκευή από τις 11 το βράδυ έως τα μεσάνυχτα και η θεματολογία της πραγματεύεται θέματα της διεθνούς επικαιρότητας.

Ακούστε την εκπομπή πατώντας στην εικόνα :


.

22.6.14

Φατάχ-Χαμάς : Η αχίλλειος πτέρνα της επαναπροσέγγισης


Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Foreign Affairs , Τεύχος Ιουνίου 2014



Ενώ η συμφωνία επαναπροσέγγισης Φατάχ-Χαμάς που υπεγράφη στις 23 Απριλίου 2014 αναμένεται να λάβει σάρκα και οστά, με πρώτο βήμα το σχηματισμό προσωρινής κυβέρνησης τεχνοκρατών κοινής αποδοχής, ανοιχτά παραμένουν τα ζητήματα που θα αφορούν την κοινή γραμμή των δύο παλαιστινιακών παρατάξεων ύστερα από επτά χρόνια διχασμού. Παρά τις πολλές αντεγκλήσεις και τη διαφορά των επιλογών σε ιδεολογικό, πολιτικό και διεθνές επίπεδο, η Φατάχ και η Χαμάς, επισήμως τουλάχιστον, παρέρχονται σιγή το ζήτημα της τακτικής που θα κληθούν να ακολουθήσουν σε επίπεδο συνεργασίας των υπηρεσιών τους που καθορίζουν την εσωτερική τους ασφάλεια. Χαρακτηριστική ως προς αυτό ήταν η ξεκάθαρη δήλωση του σημαίνοντος στελέχους της Χαμάς και διατελέσαντος Υπουργός Εξωτερικών της οργάνωσης, Μαχμούντ Αλ-Ζαχάρ στις 30.4.2014 ότι "η συμφωνία επαναπροσέγγισης δεν πρόκειται να αλλάξει τον μηχανισμό διοίκησης των στρατιωτικών δυνάμεων της οργάνωσης" και ότι "οι δυνάμεις ασφαλείας της Χαμάς θα συνεχίσουν να δρουν ανεξάρτητα από την νέα κυβέρνηση εθνικής ενότητας"[1].

Η συνεργασία της Φατάχ και της Χαμάς στον τομέα των υπηρεσιών ασφαλείας και της ανταλλαγής πληροφοριών είναι ίσως το σημαντικότερο από τα ζητήματα που θα κληθούν να διευθετήσουν οι ηγεσίες στη Ραμάλα και στη Γάζα, δεδομένου του παρελθόντος τους όσον αφορά τον τρόπο διαχείρισης και αξιοποίησης των μηχανισμών ασφαλείας καθ' όλη τη διάρκεια του επταετούς διχασμού τους. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η ως άνω δήλωση του Μαχμούντ Αλ-Ζαχάρ δεν σχολιάσθηκε από κανένα πολιτικό στέλεχος αμφοτέρων των μερών, ενισχύοντας την εντύπωση ότι τα σοβαρά ζητήματα που ανακύπτουν μετά τη συμφωνία της 23ης Απριλίου δεν αποτελούν αντικείμενο δημόσια διαβούλευσης.  


Οι υπηρεσίες ασφαλείας της Φατάχ και το Ισραήλ.

Στα πλαίσια των Συμφωνιών του Όσλο είχε καθορισθεί λεπτομερώς το πλαίσιο σύμφωνα με το οποίο οι υπηρεσίες ασφαλείας της Παλαιστινιακής Αρχής θα συνεργάζονταν με τις αντίστοιχες υπηρεσίες του Ισραήλ, με σκοπό την διοικητική διευθέτηση ζητημάτων που θα άπτονταν της διακίνησης προσώπων, αγαθών και υπηρεσιών, από και προς τα εδάφη της Παλαιστινιακής Αρχής. Ο μηχανισμός αυτός εφαρμοζόταν τόσο στη Δυτική Όχθη όσο και στη Λωρίδα της Γάζας κατά τρόπο ενιαίο, αφού η πολιτική αρμοδιότητα του Γιασέρ Αραφάτ εκτεινόταν και στις δύο περιοχές με συμπαγή παλαιστινιακό πληθυσμό.

Η κατάσταση μεταβλήθηκε άρδην , όταν η Χαμάς ανέλαβε τον πολιτικό έλεγχο της Γάζας και εν τοις πράγμασι, διακεκριμένες περιοχές της Δυτικής Όχθης διοικούνταν από την Παλαιστινιακή Αρχή και την κυβέρνηση που έδρευε στη Ραμάλα. Η πολιτική ρήξη μεταξύ Φατάχ και Χαμάς το καλοκαίρι του 2007 ήταν επόμενο να μεταβάλει τις προτεραιότητες των υπηρεσιών ασφαλείας της Φατάχ. Νέος τους στόχος ήταν οι πυρήνες της αντιπολιτευόμενης Χαμάς που συνέχιζαν να βρίσκονται και να δρουν στη Δυτική Όχθη. Ο νέος αυτός 'εσωτερικός κίνδυνος' έπρεπε να αντιμετωπισθεί από την Φατάχ και τη διεθνώς αναγνωρισμένη πολιτική της ηγεσία – πλην όμως στερείτο τόσο της απαιτούμενης υλικοτεχνικής υποδομής όσο και του ιδεολογικού υποβάθρου που θα επέτρεπε στον μηχανισμό της Φατάχ να ανοίξει έναν ανοιχτό πόλεμο προς τα άτομα εκείνα που μετά τη σύλληψή τους θα αποκτούσαν τη 'στόφα του αδιαπραγμάτευτου εθνικού ήρωα'.

Οι λεπτοί αυτοί πολιτικοί υπολογισμοί δεν εμπόδισαν την πραγματοποίηση συλλήψεων και φυλακίσεων στελεχών της Χαμάς εκ μέρους των υπηρεσιών ασφαλείας της Παλαιστινιακής Αρχής. Παράλληλα, Ισραηλινοί αξιωματούχοι και πολιτικοί αναλυτές ποτέ δεν έκρυψαν ότι οι ισραηλινές υπηρεσίες ασφαλείας συνεργάζονταν ομαλά με τις αντίστοιχες υπηρεσίες της Ραμάλα, με τον ισραηλινό στρατό να αναλαμβάνει δράση συλλαμβάνοντας μέλη της Χαμάς ακόμα και εντός των περιοχών "Α" , που υπόκεινται υπό τον πλήρη διοικητικό έλεγχο της κυβέρνησης της Ραμάλας. Άλλωστε, ως προς το σημείο της καταπολέμησης της διείσδυσης της Χαμάς στη Δυτική Όχθη και ενδεχομένως και στην Ανατολική Ιερουσαλήμ, το Ισραήλ και η Ραμάλα ευθυγραμμίζονταν πλήρως μεταξύ τους.

Τελευταίο παράδειγμα που απέδειξε ακόμα μια φορά το μέγεθος της στενής συνεργασίας τόσο σε επιχειρησιακό επίπεδο όσο και σε επίπεδο συλλογής και ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστινιακής Αρχής ήταν η σύλληψη και εκτέλεση εκ μέρους του Ισραηλινού στρατού μεταξύ άλλων και του 22χρονου μέλους της Χαμάς, Hamza Abu al-Haija, τις πρώτες πρωινές ώρες της  22 Μαρτίου 2014, στην πόλη Τζενίν, που βρίσκεται στη βόρεια Δυτική Όχθη και εντός της "Περιοχής Α"[2]. Η επιχείρηση αυτή έλαβε χώρα ενόσω οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις βρίσκονταν στα πρόθυρα κατάρρευσης και οι δημόσιες δηλώσεις των ισραηλινών και παλαιστινίων αξιωματούχων έδιναν την εντύπωση ότι οι δύο πλευρές "συμφωνούσαν αποκλειστικά σε ποια σημεία διαφωνούσαν". Παρ' όλ' αυτά όμως, τα γεγονότα κατέδειξαν ότι οι υπηρεσίες ασφαλείας και των δύο πλευρών βρίσκονταν σε πλήρη συντονισμό κατά του κοινού εχθρού, που δεν ήταν άλλος από τη Χαμάς και την προσπάθειά της να διεισδύσει στη Δυτική Όχθη.

Το μέγεθος της συνεργασίας αυτής αποδεικνύεται από μια συνέντευξη που ο Hamza Abu al-Haija είχε παραχωρήσει σε ανύποπτο χρόνο -δύο εβδομάδες πριν από την επιχείρηση που είχε αποτέλεσμα την εκτέλεσή του -  στην ιστοσελίδα Al-Risala που εκφράζει πολιτικούς κύκλους της Χαμάς. Στη συνέντευξή του αυτή κατήγγελνε ότι η μυστική αστυνομία της Παλαιστινιακής Αρχής συνεργαζόταν εδώ και πολύ καιρό στενότατα με τις αντίστοιχες ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες με σκοπό να συλληφθεί τόσο ο ίδιος όσο και άλλοι πυρήνες της οργάνωσης, στη Τζενίν και σε άλλες παλαιστινιακές πόλεις[3]. Είχε αναφέρει ότι είχε συλληφθεί κατά το παρελθόν τρεις φορές από τις αρχές ασφαλείας της Παλαιστινιακής Αρχής και δύο φορές από τον ισραηλινό στρατό. Επιπλέον, η πολύ καλά οργανωμένη στρατιωτική επιχείρηση των ισραηλινών κομάντο, που εισήλθαν στο σπίτι που κρυβόταν ο al-Haija και τον εκτέλεσαν επί τόπου μαζί με δύο άλλα μέλη της Χαμάς, δεν αφήνει αμφιβολίες ότι η συνδρομή της παλαιστινιακής αστυνομίας ήταν αποφασιστικής σημασίας για το όλο εγχείρημα, δεδομένου μάλιστα ότι η φύση της επιχείρησης προϋπέθετε πλήρη αξιοποίηση λεπτομερών πληροφοριών.

13.5.14

Ισραήλ - Παλαιστινιακή Αρχή - Χαμάς : Μετά την αποτυχία των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων

Δημοσιεύθηκε από το ΚΕΜΜΙΣ (Κέντρο Μεσογειακών Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών) την 12.05.2014
Κείμενο Ανάλυσης Νο.9
[ έκδοση PDF : πατήστε εδώ  -  έκδοση WEB : πατήστε εδώ ]



ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Με την κατάρρευση των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστινιακής Αρχής και με τη συμφωνία επαναπροσέγγισης Φατάχ-Χαμάς της 23ης Απριλίου 2014, μεταβλήθηκαν κατά τρόπο ουσιώδη οι ισορροπίες στη διένεξη Ισραηλινών και Παλαιστινίων. Η παλαιστινιακή πολιτική πραγματικότητα καλείται να επιλέξει στρατηγική ως προς το Ισραήλ και τη διαμεσολαβητική ισχύ των ΗΠΑ. Καλείται επίσης να επιλέξει τον τρόπο με τον οποίον θα διαχειρισθεί τον 7ετή πολιτικό διχασμό που μεσολάβησε. Παράλληλα, η ισραηλινή πλευρά προσπαθεί να σφυγμομετρήσει τις πολιτικές τάσεις που θα επικρατήσουν στη Ραμάλα και στη Γάζα μετά τη συμφωνία της παλαιστινιακής επαναπροσέγγισης, ενώ όλα εξαρτώνται από το εάν και κατά πόσον θα τεθούν οι προϋποθέσεις εκείνες που θα καταστήσουν εφικτή τη συνέχεια της ειρηνευτικής διαδικασίας.


Η 29η Απριλίου 2014 επρόκειτο να είναι η ημερομηνία κατά την οποία Ισραήλ και Παλαιστινιακή Αρχή θα κατέληγαν σε όλα τα ζητήματα που θα είχαν τεθεί στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Κανείς δεν εξεπλάγη από το γεγονός ότι η ημερομηνία αυτή τελικά πέρασε άπρακτη. Η έντονη απαισιοδοξία των πολιτικών αναλυτών, των διεθνών ΜΜΕ, της ισραηλινής και της παλαιστινιακής κοινής γνώμης, επιβεβαιώθηκε πανηγυρικά με την οριστική διακοπή των συνομιλιών στις 24 Απριλίου 2012 λίγα μόλις εικοσιτετράωρα προτού εκπνεύσει το χρονοδιάγραμμα που είχε ορίσει η αμερικανική διπλωματία.

            Απολογισμός των συνομιλιών και το χρονικό έως τη διακοπή τους

Επιχειρώντας έναν σύντομο απολογισμό των συνομιλιών που άρχισαν στις 29 Ιουλίου 2013, συνοψίζονται τα εξής : Το Ισραήλ υιοθέτησε σημαντικές νομοθετικές αλλαγές[1] ενόψει της έγκρισης ενός τελικού σχεδίου λύσης επί του εδαφικού –προλαβαίνοντας έτσι τυχόν επικρίσεις όσων θα ήταν πρόθυμοι να κατηγορήσουν την ισραηλινή κυβέρνηση για αδιαλλαξία. Από την έναρξη των ειρηνευτικών συνομιλιών έως και τον τερματισμό τους, η ισραηλινή κυβέρνηση απελευθέρωσε 78 από τους συνολικά 104 παλαιστινίους κρατουμένους που είχαν συμφωνηθεί, όπως όριζε το αμερικανικό χρονοδιάγραμμα[2], ενώ σε εσωτερικό πολιτικό επίπεδο περιορίσθηκαν οι μη εποικοδομητικές φωνές που προέρχονταν από την ενδοκυβερνητική δεξιά αντιπολίτευση του Ναφτάλι Μπένετ και στελεχών του κόμματος Λικούντ του Πρωθυπουργού Νετανιάχου.  Παράλληλα ενδυναμώθηκαν οι ψύχραιμες απόψεις της επικεφαλής της διαπραγματευτικής ομάδας και Υπουργού Δικαιοσύνης Τσίπι Λίβνι και του Υπουργού Οικονομικών Γιαΐρ Λαπίντ.

Από την άλλη, το Ισραήλ προώθησε στην ατζέντα των κύριων θεμάτων προς συζήτηση το αίτημά του να αναγνωρισθεί ως "εβραϊκό κράτος" εκ μέρους της Παλαιστινιακής πλευράς. Παρά το ότι αυτό το ζήτημα δεν θεωρείτο πρωτεύουσας σημασίας από τον Αμερικανό Υπουργό Εξωτερικών[3], το Ισραήλ επεδίωκε[4] να λάβει σαφή δέσμευση εκ μέρους της Παλαιστινιακής Αρχής ότι το αίτημα της επιστροφής των απανταχού Παλαιστινίων προσφύγων σε εδάφη υπό ισραηλινή κρατική κυριαρχία 'κλείνει' άπαξ δια παντός. Το κύριο επιχείρημα των Ισραηλινών βασιζόταν στο ότι εάν δεν κατοχυρωθεί ο αμιγής εβραϊκός χαρακτήρας του Ισραηλινού κράτους, τότε υπάρχει ο κίνδυνος να εγκατασταθεί στο Ισραήλ μεγάλος αριθμός Παλαιστινίων που ζουν επί δεκαετίες στο εξωτερικό, με αποτέλεσμα να μεταβληθεί δραματικά η δημογραφική ισορροπία. Κατά τον συλλογισμό αυτό, με την πάροδο του χρόνου το Ισραήλ στην ουσία θα μετατραπεί σε ακόμα ένα αραβικό κράτος με ισχνή εβραϊκή μειοψηφία.

Η Παλαιστινιακή Αρχή από τη δική της πλευρά, απέδειξε για ακόμα μια φορά πόσο ανίσχυρη είναι σε μία απ' ευθείας διαπραγμάτευση με την Ισραηλινή πλευρά. Η Ραμάλα πέτυχε την απελευθέρωση ενός σημαντικού αριθμού κρατουμένων και η παλαιστινιακή κοινή γνώμη πανηγύρισε γι' αυτό. Ωστόσο ήταν κατανοητό τοις πάσι ότι αυτή η επιτυχία δεν θα συνέβαινε χωρίς την αμερικανική πίεση και την αντίστοιχη ισραηλινή συγκατάβαση. Είναι γεγονός ότι ο Μαχμούντ Αμπάς ενισχύθηκε πολιτικά από τις τελικές εκτιμήσεις που εξέφρασε ο Τζων Κέρι, ο οποίος  εν τέλει επέρριψε περισσότερες ευθύνες στην Ισραηλινή πλευρά για την διακοπή των συνομιλιών[5].

Ωστόσο, η επίμονη άρνηση της Παλαιστινιακής Αρχής να αναγνωρίσει το Ισραήλ ως "εβραϊκό κράτος"[6], έδωσε το περιθώριο στους Ισραηλινούς να εκδηλώσουν έντονες επιφυλάξεις. Σε αντίθετη περίπτωση όμως, εάν ο Πρόεδρος Αμπάς θα αναγνώριζε το Ισραήλ ως "εβραϊκό κράτος" , τότε η Παλαιστινιακή Αρχή:
1) Θα έχανε εκ των προτέρων ένα πολύ ισχυρό μέσο διαπραγμάτευσης : Την επιστροφή των παλαιστινίων προσφύγων – ζήτημα το οποίο εκτιμάται πως θα χρησιμοποιηθεί ως "τελευταίο διαπραγματευτικό χαρτί" για να επιτευχθούν σημαντικοί παλαιστινιακοί στόχοι (Ιερουσαλήμ, αποχώρηση εβραίων εποίκων, καθορισμός συνόρων στις γραμμές του 1967) 
2) Θα αναλάμβανε τεράστιο πολιτικό κόστος, κατηγορούμενος από τους αντιπολιτευτικούς κύκλους εντός και εκτός Δυτικής Όχθης για εθνική μειοδοσία, τη στιγμή μάλιστα που ακόμα ούτε τα σύνορα του παλαιστινιακού κράτους, ούτε το ζήτημα της Ιερουσαλήμ δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο ουσιαστικής διαπραγμάτευσης
3) Θα ετίθετο ζήτημα κατά πόσον η Παλαιστινιακή Αρχή υπό την παρούσα ηγεσία της νομιμοποιείται δημοκρατικά να διαπραγματεύεται όχι μόνο επ' ονόματι των πολιτών της στη Δυτική Όχθη ή των Παλαιστινίων που ζουν στη Γάζα υπό την διοίκηση της Χαμάς, αλλά και επ' ονόματι της παλαιστινιακής διασποράς.

4.5.14

Φατάχ -Χαμάς : Μια δύσκολη προσέγγιση

Δημοσιεύθηκε στην ελληνική διαδικτυακή έκδοση του περιοδικού Foreign Affairs την 29.04.2014


Η αποτυχία των ειρηνευτικών συνομιλιών μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστινιακής Αρχής δεν εξέπληξε ούτε τους Ισραηλινούς ούτε τους Παλαιστινίους. Πολιτικοί αξιωματούχοι και αναλυτές επιβεβαίωσαν τις απαισιόδοξες προβλέψεις τους, παρά την ανεξήγητη αισιοδοξία που εξέφραζε συχνά πυκνά καθ' όλη τη διάρκεια των συνομιλιών ο Αμερικανός Υπουργός Εξωτερικών, Τζον Κέρι. Ωστόσο, τίποτα δεν προέλεγε την επανασύνδεση της Παλαιστινιακής Αρχής που ελέγχεται από την Φατάχ με την Χαμάς που ελέγχει την Λωρίδα τής Γάζας ύστερα από 7 χρόνια εκ διαμέτρου αντίθετων πολιτικών επιλογών.
Αν και είναι πολύ νωρίς ακόμα να εκτιμηθεί εάν και κατά πόσον αυτή η συμφωνία επανασύνδεσης Φατάχ-Χαμάς θα εφαρμοσθεί –μιας και έχουν προηγηθεί άλλες δύο κατά το παρελθόν, οι οποίες δεν απέδωσαν κανένα πρακτικό αποτέλεσμα- όλα δείχνουν ότι η Ραμάλα και η Γάζα προτίθενται αυτή την φορά να τιμήσουν τις υπογραφές τους και να σχηματίσουν ένα ενιαίο παλαιστινιακό μέτωπο έναντι του Ισραήλ, που θα εκφράζει κατά τρόπο ενιαίο την παλαιστινιακή πλευρά στις διαπραγματεύσεις με σκοπό τνη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους με διεθνώς αναγνωρισμένα σύνορα και σαφή εδαφική κυριαρχία. Όσο και αν αυτό το εγχείρημα προβάλλεται κατά τρόπο εξαιρετικά αισιόδοξο από τα παλαιστινιακά ΜΜΕ, στην πραγματικότητα αυτή η επανασύνδεση έχει να αντιμετωπίσει πολλές δυσκολίες, που ανάγονται τόσο σε εξωγενείς όσο και σε ενδογενείς παράγοντες.
ΕΞΩΓΕΝΕΙΣ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ
Από τον Ιούνιο του 2007, οπότε και η Λωρίδα τής Γάζας απέκτησε διακριτή διοικητική προσωπικότητα, μη ελεγχόμενη από την Παλαιστινιακή Αρχή υπό τον Μαχμούντ Αμπάς, επέλεξε τελείως διαφορετικό προσανατολισμό όσον αφορά τον τρόπο θεώρησης της διένεξης με το Ισραήλ και την επιλογή διεθνών συμμαχιών. Η Χαμάς απομονώθηκε διπλωματικά από την Δύση, χαρακτηρίσθηκε από τις ΗΠΑ, την Ευρωπαϊκή Ένωση και τους διεθνείς οργανισμούς ως τρομοκρατική οργάνωση, και η Ρωσία τήρησε αποστάσεις ασφαλείας υιοθετώντας αντίστοιχη ψυχρή στάση έναντί της. Αντιθέτως, το Ιράν ήταν η μόνη χώρα που διάκειται φιλικά έναντι της Χαμάς τού Ισμαήλ Χανίγια, στηρίζοντας πολιτικά και διπλωματικά τις επιλογές της, οι οποίες ταυτίζονταν σε πολλά σημεία με τις επιλογές και τις πρακτικές τής Χεζμπολλάχ στον Νότιο Λίβανο – πιστής συμμάχου τής Τεχεράνης στη Μέση Ανατολή. Όσον αφορά τις αραβικές χώρες, τηρούσαν τις απαραίτητες επαφές με την πολιτική ηγεσία τής Χαμάς, κάθε μια ανάλογα με τον βαθμό εξάρτησής της προς τη Δύση, λαμβάνοντας πάντοτε υπ'όψιν τις αρχές της αραβικής αλληλεγγύης, και στον βαθμό που τους επέτρεπε ή επέβαλε ο Αραβικός Σύνδεσμος. Ιδιάζουσα ήταν η περίπτωση της Αιγύπτου, η οποία κατά τα τελευταία χρόνια ταλανίζεται από πολιτειακές αλλαγές με γνώμονα την επικράτηση ή μη των φιλοϊσλαμιστικών τάσεων στο εσωτερικό της. Η διακυβέρνηση Μουμπάρακ ήταν εξ αρχής επιφυλακτική στις σχέσεις της με την Χαμάς, την οποία θεωρούσε ως υποστηρικτή των (εχθρικών προς το καθεστώς Μουμπάρακ) Αδελφών Μουσουλμάνων. Παρ' όλ' αυτά, η Αίγυπτος του Μουμπάρακ επιτέλεσε διαμεσολαβητικό ρόλο τόσο στις επαφές τής Χαμάς με την Παλαιστινιακή Αρχή όσο και με το Ισραήλ, σημειώνοντας κατά καιρούς σημαντικές επιτυχίες. Η Αίγυπτος του μεταβατικού στρατιωτικού καθεστώτος τού Μοχάμαντ αλ-Ταντάουι αποδείχθηκε ιδιαιτέρως ψυχρή με την Χαμάς, πλην όμως, εμμέσως πλην σαφώς, την ενίσχυσε καθότι οι τζιχαντιστικές ισλαμιστικές οργανώσεις που δρούσαν στο Σινά εν τέλει απεδείχθησαν εξίσου αντιπολιτευόμενες και ως προς την πολιτική ηγεσία τού Ισμαήλ Χανίγια. Η Αίγυπτος του ισλαμιστή εκλεγμένου προέδρου τής μετά-Μουμπάρακ εποχής, Μοχάμαντ Μόρσι, έδειξε φιλικότερη αλλά πάντως συγκρατημένη διάθεση προς την Χαμάς ενώ η τωρινή ηγεσία τού στρατηγού αλ-Σίσι τηρεί από ιδιαίτερα επιφυλακτική έως απροκάλυπτα εχθρική στάση απέναντι στην Γάζα, επιτείνοντας την τωρινή της διεθνή απομόνωση.

30.3.14

Ισραήλ : Πολιτειακές αλλαγές εν μέσω οξείας κομματικής πόλωσης

Δημοσιεύθηκε από το ΚΕΜΜΙΣ (Κέντρο Μεσογειακών Μεσανατολικών Ισλαμικών Σπουδών) την 27.03.2014
Κείμενο Ανάλυσης Νο.8
[ έκδοση PDF : πατήστε εδώ  / έκδοση web : πατήστε εδώ ]


ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Εν αναμονή των αποτελεσμάτων της αμερικανικής μεσολαβητικής προσπάθειας για την συνέχιση των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστινιακής Αρχής, η Ισραηλινή επικαιρότητα το τελευταίο χρονικό διάστημα απασχολήθηκε  έντονα από τις πολιτειακές και νομοθετικές αλλαγές που προώθησε η κυβέρνηση συνασπισμού υπό τον Μπενιαμίν Νετανιάχου.
Οι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες πολιτικές εξελίξεις που σημειώθηκαν από το καλοκαίρι του 2013 έως και την άνοιξη του 2014, κατέδειξαν ξεκάθαρα όλο το φάσμα των κομματικών διαφορών και των ιδεολογικών συσχετισμών στο σημερινό Ισραήλ, επικαιροποιώντας και πάλι ποικίλους προβληματισμούς περί των πολιτειακών κανόνων που διέπουν το πολιτικό σύστημα της χώρας.
Αφορμή στάθηκαν τρία σημαντικά νομοθετήματα, η διαδικασία ψήφισης των οποίων περαιώθηκε από την Κνέσετ τη δεύτερη εβδομάδα του Μαρτίου 2014.
Ο αναθεωρημένος 'Θεμελιώδης Νόμος περί Διακυβέρνησης', ο 'Θεμελιώδης Νόμος περί Δημοψηφίσματος' και ο 'Νόμος περί Στρατεύσεως των Μαθητών των Εβραϊκών Θρησκευτικών Σχολών' άφησαν έντονα το στίγμα τους στον Ισραηλινό κοινοβουλευτικό βίο και έγιναν αφορμή να εκδηλωθούν ποικίλες ιδεολογικές και κομματικές αντεγκλήσεις και συγκλήσεις  –δίνοντάς μας σαφή εικόνα περί της παρούσας πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας στο σημερινό Ισραήλ.   

ανοικοδόμηση του κτηρίου του Ισραηλινού κοινοβουλίου (Κνέσετ) στις αρχές της δεκαετίας του 1960


Η ειρηνευτική πρωτοβουλία υπό τον αμερικανό Υπουργό Εξωτερικών Τζων Κέρυ μέχρι σήμερα δεν απέδωσε καρπούς. Από την άλλη όμως, η καταλυτική επίδραση των αλλεπάλληλων συναντήσεών του με την ισραηλινή πολιτική ηγεσία ώθησαν την κυβέρνηση συνασπισμού του Μπενιαμίν Νετανιάχου το περασμένο καλοκαίρι να προβεί σε γρήγορες κινήσεις μετασχηματισμού των κανόνων του πολιτικού συστήματος της χώρας.

Χαρακτηριστική ήταν η βιασύνη με την οποία κατατέθηκαν δύο σημαντικής πολιτειακής σημασίας νομοθετήματα -και μάλιστα την 31η Ιουλίου 2013, τελευταία μόλις μέρα της τακτικής συνόδου του Ισραηλινού Κοινοβουλίου-, που σκοπό είχαν, όπως επίσημα είχε ανακοινωθεί, να προετοιμασθεί το ισραηλινό πολιτικό σύστημα να λάβει γενναίες αποφάσεις περί της εθνικής κυριαρχίας[1], ενόψει οριστικών λύσεων τόσο για το παλαιστινιακό όσο και για τον καθορισμό διεθνώς αναγνωρισμένων συνόρων μεταξύ του Ισραήλ και του μελλοντικού Παλαιστινιακού Κράτους. Στο πνεύμα αυτό εντάσσεται η δήλωση του Ισραηλινού Πρωθυπουργού στις 25.07.2013 ότι "Η ειρήνη με τους γείτονές μας προϋποθέτει ειρήνη μεταξύ μας και το μέσον για να το καταφέρουμε αυτό είναι το δημοψήφισμα" ενώ την ίδια ημέρα, το Γραφείο του Πρωθυπουργού, εξηγώντας τα αίτια της ταχείας κοινοβουλευτικής διαδικασίας που επιλέχθηκε, είχε εκδώσει την εξής ανακοίνωση προς τον Τύπο : "Ενόψει σημαντικών διπλωματικών εξελίξεων που οδηγούν σε απευθείας διαπραγμάτευση με την Παλαιστινιακή Αρχή, η Κυβέρνηση θεωρεί σημαντικό και επείγον, εκτός από τις συνομιλίες, να καταθέσει στο Κοινοβούλιο προς ψήφιση Θεμελιώδη Νόμο που θα ορίζει την διενέργεια δημοψηφίσματος σε περίπτωση συμφωνίας ή κυβερνητικής απόφασης περί απόσυρσης της νομικής, δικανικής και διοικητικής κυριαρχίας επί εδαφών του Κράτους του Ισραήλ".[2]   

Η Ισραηλινή κυβέρνηση συνασπισμού - που προήλθε μετά από τις εκλογές της 22ας  Ιανουαρίου 2013 και ύστερα από εξαιρετικά επίπονες διαβουλεύσεις που διήρκησαν δύο περίπου μήνες μεταξύ των τεσσάρων κομμάτων που την συναποτέλεσαν[3] - αποφάσισε να προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα : Να αυξήσει το ποσοστιαίο πλαφόν που απαιτείται για την είσοδο ενός κόμματος στο Ισραηλινό Κοινοβούλιο (Κνέσετ) προκειμένου να καταστεί ευκολότερος ο σχηματισμός όσο το δυνατόν ισχυρότερων κυβερνήσεων – ενόψει πάντα δραστικών αποφάσεων σε σχέση με την εξέλιξη των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων. Έτσι, εκτός από την πρόταση νόμου για την διενέργεια δημοψηφίσματος, η κυβέρνηση Νετανιάχου κατέθεσε και δεύτερη πρόταση περί θέσπισης νέου 'Θεμελιώδους Νόμου περί Διακυβέρνησης', ο οποίος μεταξύ άλλων προέβλεπε τον διπλασιασμό του εκλογικού πλαφόν εισόδου – από 2% σε 4%.

Οι συνταγματικής ισχύος Θεμελιώδεις Νόμοι 'περί Διακυβέρνησης' και 'περί Δημοψηφίσματος'  είχαν δύο κύριους σκοπούς : Αφ' ενός να καταστεί δυνατός ο σχηματισμός σταθερών κυβερνήσεων , μειώνοντας τον αριθμό των κομμάτων στο κοινοβούλιο δια της αύξησης του ποσοστιαίου εκλογικού πλαφόν εισαγωγής τους στην Κνέσετ[4] και αφ' ετέρου ο οριστικός καθορισμός των συνόρων του Ισραήλ με το μελλοντικό Παλαιστινιακό Κράτος να εγκριθεί με δημοψήφισμα, σε περίπτωση κατά την οποία η ειρηνευτική συμφωνία θα προβλέπει απόσυρση της ισραηλινής κυριαρχίας από εδάφη πέραν της Δυτικής Όχθης[5], δίνοντας τον τελευταίο λόγο – αλλά και την τελική ευθύνη- για την οριστική πολιτική λύση του εθνικού ζητήματος στους ίδιους τους Ισραηλινούς ψηφοφόρους[6].

Η δριμεία κριτική που ασκήθηκε κυρίως κατά της αύξησης του εκλογικού πλαφόν προήλθε πρωτίστως από τα μικρά αραβικά κόμματα[7], το μεσαίας εκλογικής δυναμικότητας αριστερό κόμμα "Meretz" -το οποίο κατά τις τελευταίες εκλογές είχε αυξήσει σημαντικά τα ποσοστά του και έβλεπε ότι με την νομοθετική αυτή μεταβολή θα έχανε στο μέλλον το έδαφος που είχε κερδηθεί- αλλά και από τα μικρά εβραϊκά θρησκευτικά κόμματα των Ασκεναζί-Υπερορθόδοξων Εβραίων , που δεν επιθυμούσαν να τεθούν, άμεσα ή έμμεσα, υπό τον έλεγχο του μεγαλύτερου σε επιρροή και κυβερνητικό παρελθόν κόμματος "Shas" των Σαφαραδιτών. Από την άλλη πλευρά, εντύπωση προκάλεσε η μάλλον απαθής στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης του Κόμματος των Εργατικών σε εκείνη την εξαιρετικά τεταμένη συνεδρίαση της Κνέσετ της 31ης Ιουλίου 2013-.[8]  

Οι έντονες εκδηλώσεις διαμαρτυρίας που εκτυλίχθηκαν στο βήμα της Κνέσετ το βράδυ της 31ης Ιουλίου 2013 δεν απέτρεψαν την επί της αρχής ψήφιση των δύο αυτών νομοσχεδίων από τους βουλευτές του κυβερνητικού συνασπισμού. Την ίδια ημέρα ανακοινώθηκε από την κυβέρνηση ότι η εκ νέου συζήτησή τους κατ' άρθρο και η τελική τους υιοθέτηση (ο Κανονισμός της Κνέσετ προβλέπει συνολικά τρεις ψηφοφορίες για την περαίωση της νομοθετικής λειτουργίας) θα πραγματοποιείτο τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς, δηλαδή με την έναρξη των εργασιών της αμέσως επόμενης τακτικής κοινοβουλευτικής συνόδου. Οι κατά κοινή ομολογία βεβιασμένες πολιτικές κινήσεις εικαζόταν ότι συνδέονταν με το δεδομένο ότι οι διαπραγματεύσεις με την Παλαιστινιακή Αρχή θα κατέληγαν σε ουσιαστικά αποτελέσματα "το πολύ εντός 9 μηνών", όπως διεκήρυττε τότε με βεβαιότητα ο Αμερικανός Υπουργός Εξωτερικών[9]. Η πραγματικότητα όμως, διέψευσε και συνεχίζει να διαψεύδει την αμερικανική υπεραισιοδοξία.

Η στασιμότητα των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων με τους Παλαιστινίους ως επίσης και τα θέματα που ανέκυψαν σχετικά με την  προϋπόθεση που θέτουν οι Ισραηλινοί να δηλωθεί από την Παλαιστινιακή Αρχή ότι αναγνωρίζει τον εβραϊκό χαρακτήρα του Κράτους του Ισραήλ[10], δεν ώθησαν την κυβέρνηση Νετανιάχου να βιασθεί και να επανυποβάλει προς ψήφιση τα νομοσχέδια αυτά τον Νοέμβριο του 2013, όπως αρχικά είχε γίνει γνωστό.

29.1.14

Το πρώτο πολιτικό στίγμα των Κούρδων της Συρίας

*Δημοσιεύθηκε στην ελληνική διαδικτυακή έκδοση του περιοδικού Foreign Affairs την 28.01.2014


Θα ήταν παρακινδυνευμένο να πιστέψει κανείς ότι η «Γενεύη-2» θα κατάφερνε να επιλύσει το συριακό πρόβλημα μονομιάς. Ήταν αναμενόμενο το αδιέξοδο στο οποίο κατέληξαν οι συνομιλίες ανάμεσα στους εκπροσώπους τού καθεστώτος Άσαντ και των αραβικών ένοπλων ομάδων της αντιπολίτευσης, δεδομένης της ρευστότητας που επικρατεί στο πεδίο των μαχών. Καμία από τις αντιμαχόμενες πλευρές δεν έχει καταφέρει να αποκτήσει το «πάνω χέρι» στο εσωτερικό τής Συρίας, και ως εκ τούτου, καμία δεν έχει σκοπό να επιδείξει διαλλακτικότητα. Αποτελεί, άλλωστε, δίδαγμα της πείρας ότι ειρηνευτικές συνομιλίες τύπου «Γενεύη-2» ουσιαστικά επικυρώνουν με πολιτικό τρόπο τα στρατιωτικά τετελεσμένα γεγονότα. Με άλλα λόγια, εάν ο συριακός εμφύλιος δεν κριθεί στα πεδία των μαχών, καμία διεθνής ειρηνευτική διάσκεψη δεν προβλέπεται να επιφέρει αφ' εαυτής κανένα αποτέλεσμα ουσίας.
Ανεξαρτήτως, όμως, των απογοητευτικών αποτελεσμάτων των ειρηνευτικών συνομιλιών, αξίζει να επισημανθεί ότι η σημαντικότερη πολιτική εξέλιξη που σημειώθηκε επ' ευκαιρία της «Γενεύης-2» δεν προέρχεται ούτε από το καθεστώς Άσαντ ούτε και από την αραβική αντιπολίτευση.
Μακριά από τα φώτα τής δημοσιότητας και παρά το ότι δεν κατάφεραν να προσκληθούν ως ισότιμοι συνομιλητές και με ξεχωριστό εκπρόσωπο στην Γενεύη, οι Κούρδοι τής Συρίας κατάφεραν να δώσουν το δικό τους πολιτικό στίγμα, δίνοντας το παρών σε αυτήν την τόσο ενδιαφέρουσα χρονική συγκυρία για το μέλλον της χώρας.
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ PYD
Το Κόμμα Δημοκρατικής Ενότητας PYD (Partiya Yekîtiya Demokrat) υπό την ηγεσία τού Salih Muslim και της Asiya Abdullah, επέδειξε αξιοσημείωτη πολιτική κινητικότητα στα τέλη τού 2013, όταν πλέον είχε οριστικοποιηθεί η διεξαγωγή των συνομιλιών στη Γενεύη για τον Ιανουάριο του 2014. Έχοντας υπό τον έλεγχό του ήδη έναν σημαντικό αριθμό αστικών κέντρων με εξαιρετικά υψηλό ποσοστό συμπαγούς κουρδικού πληθυσμού, από τα περίχωρα της πόλης Afrin βορείως του Χαλεπίου, κατά μήκος της τουρκοσυριακής μεθορίου έως και την πόλη Qamishli στα βορειοανατολικά τής χώρας, ελέγχοντας τα σύνορα με το Κουρδικό Βόρειο Ιράκ, το PYD έσπευσε στις τελευταίες μέρες τού 2013 να δημοσιοποιήσει το πρώτο του κείμενο-διακήρυξη, ονοματίζοντάς το ως «τελικό σχέδιο του Κουρδικού Συντάγματος» [1]. Με την κίνηση αυτή οι Κούρδοι τής Συρίας ουσιαστικά απευθύνονταν προς τις ΗΠΑ, την Ρωσία και τα Ηνωμένα Έθνη που προετοίμαζαν την «Γενεύη-2», θέλοντας να καταστήσουν σαφές ότι ο Κουρδικός παράγοντας είναι έτοιμος να πρωτοστατήσει στον σχηματισμό μιας νέας Συρίας, στο πλαίσιο της οποίας ο κουρδικός παράγοντας θα αποκτήσει διακριτή πολιτική και εδαφική οντότητα.
Οι Κούρδοι τής Συρίας υπό την πολιτική ομπρέλα τού PYD, έχουν ήδη δημιουργήσει –αθόρυβα και με σταθερά βήματα- δικό τους στρατό, δική τους αστυνομία και υποτυπώδη διοικητικό μηχανισμό. Παρατηρώντας εκ των υστέρων τις κουρδικές κινήσεις, από την απαρχή τού συριακού εμφυλίου έως σήμερα, η θέση των Κούρδων τής χώρας θυμίζει σε πολλά την ήδη επικρατούσα πολιτική κατάσταση στο Βόρειο Ιράκ: ένα κουρδικό «κράτος εν κράτει» στο πλαίσιο ενός ομοσπονδιακά κατακερματισμένου Ιράκ με μια εν πολλοίς ανίσχυρη κεντρική κυβέρνηση με έδρα την Βαγδάτη. Από την άλλη όμως, ως προς τα όρια της «κουρδικής επικράτειας» εντός τού Συριακού εδάφους και την εν γένει βιωσιμότητα της διοικητικής και στρατιωτικής τους παρουσίας, τίποτα ακόμα δεν έχει κριθεί οριστικά.
Ισραηλινός αναλυτής που μετέβη πρόσφατα στη Βορειοανατολική Συρία του PYD, διαπίστωσε ότι, αν και επισήμως οι Κούρδοι φέρονται να ελέγχουν μια σημαντική λωρίδα γης που εκτείνεται στα βόρεια και δυτικά τής χώρας, τα όρια της κυριαρχίας τους αλλάζουν κυριολεκτικά μέρα με τη μέρα. Μπορεί η δίοδος μεταξύ του Κουρδικού Ιράκ και των βορειοανατολικών συριακών συνόρων να είναι ανοικτή αφ' ενός, αφ' ετέρου, όμως, οι δυνάμεις τού Άσαντ είναι αυτές που ελέγχουν την δίοδο από και προς την πόλη Qamishli, την κωμόπολη της Βορειοανατολικής Συρίας η οποία –σύμφωνα με το «Κουρδικό Σύνταγμα» του PYD- φέρεται ότι θα αποτελέσει την μελλοντική πρωτεύουσα της Κουρδικής αυτόνομης περιοχής.
Η επιλογή τού Qamishli ως «πρωτεύουσας» της κουρδικής αυτόνομης περιοχής σε συνάρτηση με την ανεκτικότητα που επιδεικνύει το καθεστώς Άσαντ με το να μην αποκλείει τους οδικούς άξονες που συνδέουν την πόλη με την υπόλοιπη χώρα, αποτελεί μια από τις πολλές ενδείξεις ότι οι σχέσεις τού PYD με το καθεστώς Άσαντ είναι σαφώς ομαλότερες σε σύγκριση με τον σφοδρό ένοπλο αγώνα που μαίνεται ενάντια στις δυνάμεις τής αραβικής αντιπολίτευσης. Από την άλλη, η σχετική ανεκτικότητα που επιδεικνύει το καθεστώς Άσαντ προς τους Κούρδους πρωτίστως σημαίνει ότι ο συριακός στρατός κατά την παρούσα χρονική συγκυρία είναι περισσότερο απασχολημένος με την ισλαμιστική αραβική αντιπολίτευση παρά με τις αυτονομιστικές επιδιώξεις τού PYD και του κουρδικού στοιχείου εν γένει. Αντίστοιχα, όλα δείχνουν ότι ο σημαντικότερος ενδοσυριακός αντίπαλος των Κούρδων είναι οι αραβικές ανταρτικές ομάδες τής αντιπολίτευσης, οι οποίες, όμως, και αυτές είναι περισσότερο απασχολημένες με το καθεστώς Άσαντ.
Δεδομένων των ανωτέρω, οι Κούρδοι της Συρίας φαίνεται πως αυτήν ειδικά την περίοδο έχουν το περιθώριο να αποφεύγουν να βρίσκονται στο επίκεντρο των συγκρούσεων και να σχεδιάζουν την πολιτική τους θέση στην «επόμενη μέρα» τής Συρίας.
ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΚΟΥΡΔΩΝ ΤΗΣ ΣΥΡΙΑΣ
Το σχέδιο του «Κουρδικού Συντάγματος» προβλέπει την διενέργεια βουλευτικών εκλογών έως τον ερχόμενο Απρίλιο, ενώ ενδιαφέρον παρουσιάζει η απουσία κάθε φράσης θρησκευτικού περιεχομένου. Η εδαφική περιοχή που ελέγχουν οι Κούρδοι τής Συρίας ονοματίζεται από το σχέδιο του Συντάγματος ως «Δυτικό Κουρδιστάν», διακρίνοντάς το από το «Βόρειο Κουρδιστάν» (Τουρκία), «Νότιο Κουρδιστάν» (Ιράκ), «Ανατολικό Κουρδιστάν» (Ιράν) – εδαφικές περιοχές που όλες μαζί συναποτελούν το «Μεγάλο Κουρδιστάν». Ενώ εκ πρώτης όψεως, αυτή η ορολογία πολιτικής γεωγραφίας θα μπορούσε να εκληφθεί ως μανιφέστο κουρδικού μεγαλοϊδεατισμού –με αποτέλεσμα να δημιουργήσει αντιδράσεις εκ μέρους τής Τουρκίας κατ' αρχήν και του Ιράν στην συνέχεια- η πολιτική ηγεσία των Κούρδων τής Συρίας ευφυώς τονίζει ότι από διοικητικής απόψεως η Κουρδική αυτόνομη οντότητα της Συρίας δεν επιδιώκει την δημιουργία ανεξάρτητου Κουρδικού κράτους.